
Στην Ελλάδα λίγοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν το Δημήτρη Τερζάκη, συνθέτη και διδάσκοντα. Στο εξωτερικό όμως, και κυρίως στη Γερμανία, οι δημιουργίες του μαγεύουν το ευρωπαϊκό κοινό και ο ίδιος διαπρέπει στα έδρανα των Μουσικών Σχολών και Ακαδημιών.
Γιος του λογοτέχνη και θεατρικού συγγραφέα ‘Αγγελου Τερζάκη, ο Δημήτρης Τερζάκης γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 12 Μαρτίου του 1938. Πήρε τα πρώτα μαθήματα σύνθεσης στο Eλληνικό Ωδείο με το Γιάννη Γ. Παπαϊωάννου και έπειτα συνέχισε στην Κολωνία με τους Bernd Alois Zimmermann και Herbert Eimert. Έγραψε μουσική για το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, δίδαξε ως επισκέπτης καθηγητής στη Σχολή Τεχνών του Βερολίνου (1985-1986), στη Μουσική Ακαδημία του Ντίσελντορφ (1974 -1993), διηύθυνε το τμήμα σύνθεσης της Μουσικής Ακαδημίας της Βέρνης (1990-1995), ενώ ήταν τακτικός καθηγητής στη Μουσική Ακαδημία της Λειψίας (1994-2003). Επιπλέον διετέλεσε καθηγητής στο Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Παν/μου της Μακεδονίας από το οποίο τιμήθηκε πρόσφατα, στις 14 Μαρτίου 2007, με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα, διάκριση την οποία ο ίδιος θεωρεί τιμητική, αν και οι τίτλοι δεν τον συγκινούν, γιατί, όπως δηλώνει, κάποιες φορές γίνεται κατάχρηση αυτών. Για τον ίδιο έχει μεγαλύτερη αξία το γεγονός ότι η πρόταση για τη διάκριση αυτή έγινε από τους φοιτητές του και αυτό σημαίνει ότι το μικρό χρονικό διάστημα που δίδαξε εκεί έπιασε τόπο.
Χαρακτηριστικό της μουσικής του είναι το μελωδικό στοιχείο σε αντίθεση με τη δυτική μουσική η οποία πειραματίζεται από το 1950 με τα ηχοχρώματα. Στην ερώτηση γιατί δεν παίζονται έργα του στην Ελλάδα ο Τερζάκης απαντά: “η Ελλάδα τιμωρεί αυστηρά όποιον τολμήσει να ξεπεράσει τη μετριότητα”.
Όπως ο ίδιος αναφέρει, έχει δεχτεί επιρροές περισσότερο νοτιοανατολικής προέλευσης και λιγότερο δυτικής, κυρίως από τους μουσικούς πολιτισμούς της Μεσογείου, όπως για παράδειγμα τον αραβικό. Χρησιμοποιεί τις ανατολικές τεχνικές, αλλά γράφει μουσική όχι μονοφωνική, αν και έχει γράψει και μονοφωνική. Κατά αυτό τον τρόπο δέχεται την άποψη που του έχει αποδοθεί ως “συνθέτης ευρισκόμενος μεταξύ δύο κόσμων”.
Στη μουσική του όμως δεν υπάρχουν νότες που να είναι έστω και εξωτερικά ελληνικές, είτε από τη δημοτική είτε από τη βυζαντινή μουσική. Μεταχειρίζεται το μουσικό σύστημα, γιατί, όπως επισημαίνει, του προσφέρει άλλες δυνατότητες τονικότητας, εκτός από το μείζον έλασσον σύστημα, άλλες δυνατότητες μελωδικών κατασκευών και επίσης τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί μικροδιαστήματα. Γράφει και στο συγκερασμένο σύστημα, αλλά όχι δογματικά, όπως ο ίδιος υποστηρίζει. Ωστόσο η μουσική του θα μπορούσε να είναι ελληνική στη νοοτροπία, όχι όμως στη μελωδική της κατασκευή.
Στις μουσικές του προτιμήσεις έρχεται πρώτος ο Verdi χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποκλείει και τους κεντροδυτικούς συνθέτες. Η άποψη του για τον Ιταλό συνθέτη του 19ου αιώνα είναι ότι πρόκειται για ένα μεγάλο μελωδιστή, γεννημένο θεατράνθρωπο. Ο ίδιος ο Δημήτρης Τερζάκης αγαπά πολύ το θέατρο, αλλά δεν έχει ασχοληθεί με το είδος του μουσικού θεάτρου και πιο συγκεκριμένα με την όπερα. Θεωρεί ότι το είδος αυτό έρχεται στο ζενίθ και τελειώνει με τον Strauss και τον Puccini: “η σύγχρονη παραγωγή είναι μεγάλη, όμως όλες οι όπερες καταλήγουν μετά την πρεμιέρα στο συρτάρι”.
Μεγάλη επιρροή άσκησαν τα ακούσματα του πατέρα του, ‘Aγγελου, ο οποίος λάτρευε το Verdi, αλλά και το μεγάλο αντίπαλό του, τον οποίο και ο ίδιος λατρεύει, το Wagner. Και πώς δικαιολογείται αυτή η προτίμηση σε δύο κόσμους διαφορετικούς; Ο Δημήτρης Τερζάκης εξηγεί: “η φύση δίνει στους νότιο-Ευρωπαίους το μελωδικό ταλέντο και στους κέντρο-Ευρωπαίους την ικανότητα των κατασκευών. Έτσι υπάρχει αυτή η πολύ ενδιαφέρουσα διαφορά ικανοτήτων και γι αυτό υπάρχουν και οι προκαταλήψεις: για τους Γερμανούς οι Ιταλοί είναι λυρικοί, ενώ για τους Ιταλούς οι Γερμανοί είναι πολύ εγκεφαλικοί. Και οι δύο από τη μεριά τους έχουν δίκιο. Αν τους δούμε όμως από μία απόσταση τόσο χρονική όσο και γεωγραφική, βλέπουμε ότι πρόκειται για δύο ικανότητες εξίσου σεβαστές. Εμείς, οι υπόλοιποι, που είμαστε μακριά από αυτές τις δύο παραδόσεις έχουμε το προνόμιο να τις βλέπουμε αντικειμενικά”.
Στην εποχή μας πιστεύει πως στυλιστικά η δυτική μουσική έχει φτάσει σε ένα αδιέξοδο, γιατί για αιώνες δε δέχτηκε επιρροές, νέο αίμα από εξω-ευρωπαϊκούς πολιτισμούς, αποτέλεσμα της αλαζονείας των αποικιοκρατών. Τι δηλώνει όμως για τη μουσική στην Ελλάδα; “Από όλες τις τέχνες η μουσική είναι η πιο ξένη στον Έλληνα. Αν σε αυτό προσθέσουμε και την κάκιστη μουσική παιδεία, δεν είναι άξιο θαυμασμού ότι ο “φουκαράς” ο Έλληνας πέφτει θύμα πονηρών αξιολογήσεων όπου ο οποιοσδήποτε τραγουδοποιός ονομάζεται “Μεγάλος” ή “Διάσημος”, γιατί ακούστηκαν δύο νότες του στο Σουδάν. Οι μουσικές δε ειδήσεις των ΜΜΕ είναι του στυλ: ο τάδε Ταδόπουλος έχει ένα πρόσφατο φλερτ με την τάδε Ταδοπούλου. Κακές γλώσσες λένε πως σύντομα θα ανέβουν τα σκαλοπάτια της εκκλησίας, για να ενωθούν στον αιώνα τον άπαντα!”
Ο Δημήτρης Τερζάκης ζει και εργάζεται στη Λειψία. Έχει γράψει έργα μουσικής δωματίου, ορχηστρικά και φωνητικά. Νεότερό του έργο είναι ο Σαπφικός Κύκλος που η πρεμιέρα του έγινε στο Ντίσελντορφ και έπειτα παίχτηκε στη Βέρνη. Ακολουθούν οι εκτελέσεις στο Μόναχο και στη Λειψία με αφηγήτρια την Brigitte Fassbaender. Τον Αύγουστο θα εκτελεστεί στο Σαντιάγκο της Χιλής ο πιανιστικός κύκλος Lux et Tenebrae. Με αυτό το έργο ο Τερζάκης εγκαινίασε μια νέα πιανιστική τέχνη η οποία διαφέρει ριζικά από τις δυτικές της εποχής μας. Το πιάνο χρησιμοποιείται καθαρά μελωδικά χωρίς αρμονίες. Απαιτεί μεγάλη δεξιοτεχνία και ευαισθησία στην ερμηνεία των μελωδικών γραμμών. Πολλοί ως τώρα πιανίστες έχουν εκτελέσει έργα του, μια επιλογή των οποίων κυκλοφόρησε πρόσφατα σε CD από το Label Profil Edition.
Με την ευκαιρία των εκατό χρόνων από τη γέννηση του ‘Aγγελου Τερζάκη αυτή την εποχή ασχολείται με τη σύνθεση ενός έργου για φωνή και πιάνο το οποίο βασίζεται σε ένα από τα ελάχιστα ποιήματα που έχει γράψει ο πατέρας του. Κατά το παρελθόν του έχει αφιερώσει το ορχηστρικό έργο Λάχεσις από τον περίφημο μύθο του Πλάτωνα. Επίσης συνθέτει ένα δεύτερο έργο για τη χορωδία του “Αγίου Θωμά” της Λειψίας, τη χορωδία που ίδρυσε ο Μπαχ, του οποίου η πρεμιέρα θα είναι στα πλαίσια του φεστιβάλ “Μπαχ” το 2008. Στο έργο χρησιμοποιεί ως κείμενο το τροπάριο της Κασσιανής χωρίς όμως κανένα ίχνος βυζαντινής μουσικής.