Η ξαφνική εκδημία του Διονύση Σαββόπουλου άνοιξε πολλές συζητήσεις, κάποιες μάλλον απρόσμενες, καθώς η ζωή έχει τον τρόπο συνήθως να μας εκπλήσσει. Κυρίαρχη για κάποιες ηλικίες από τα 50 περίπου και πάνω, ήταν η αίσθηση ενός τέλους εποχής. Το πως «όλοι οι μεγάλοι έφυγαν» είναι κάτι που ειπώθηκε αρκετά. Εγώ θέλω να σταθώ στη συζήτηση που άνοιξε γύρω από το τραγούδι. Με ποιο τρόπο τα δύο βασικά συστατικά του παντρεύονται και δένουν, καμιά φορά αξεδιάλυτα σαν σε κράμα. Πρόκειται για αυτά τα «ιδιαίτερα» τραγούδια, όπου δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε το στίχο από τη μουσική τους ή το ανάποδο, καθώς το ένα παραπέμπει στο άλλο.
Τέτοια τραγούδια έχουν γράψει όλοι οι γνωστοί συνθέτες-τραγουδοποιοί και όχι μόνον αυτοί. Αυτό που κάνει την περίπτωση του Σαββόπουλου ιδιαίτερη είναι πως ενώ από τη μια η παραγωγή του, αν συγκριθεί με αυτή πολλών ομοτέχνων του, είναι σχετικά μικρή, από την άλλη αυτά τα «ιδιαίτερα» τραγούδια είναι αρκετά πολλά. Διακινδυνεύω εδώ λέγοντας ότι η μικρή παραγωγή μπορεί να αποτελεί και μια από τις αιτίες αυτής της ιδιαιτερότητας.
Τί είναι όμως αυτό που κάνει κάποια τραγούδια ιδιαίτερα και συγχρόνως πολύ ανθεκτικά; Πάντως ψάχνοντας για τη «μαγική συνταγή» δεν θα πάμε και πολύ μακριά. Πρώτα-πρώτα γιατί το τραγούδι κάθε εποχής, εθνικότητας ή γλώσσας έχει κάποια ιδιαίτερα δικά του στοιχεία, τα οποία δεν υπάρχουν σε άλλα είδη ή σε άλλες «επιτυχίες». Άλλο είναι το γερμανικό καμπαρέ, άλλο το musical, άλλο το γαλλικό chanson του ’50 και του ’60, άλλο οι μπαλάντες του Woody Guthrie, άλλο ο Dylan και άλλο το δικό μας Νέο Κύμα. Σε όλο τα παραπάνω ερχόμαστε μετά το γεγονός με διαπιστωμένη πια την επιτυχία για να αναλύουμε σαν τον ιστορικό ή τον μουσικολόγο το τί και πώς συνέβη.
Αυτό που μπορούμε ίσως να διαπιστώσουμε είναι ότι υπάρχουνε κάποια ζευγάρια δημιουργών που έχουν «δέσει» για τα καλά έχοντας αφήσει ένα χαρακτηριστικό ύφος: Χατζιδάκης-Γκάτσος και Θεοδωράκης-Ρίτσος. Στους δύο πρώτους έχουμε τον επιτηδευμένα κάπως «ελαφρύ» και φιλοπαίγμονα στίχο να πατά πάνω σε μια ανάλογη μουσική , στους άλλους δύο η πολιτική στράτευση δένει με το ρητορικό και συχνά πομπώδες στοιχείο της μουσικής.
Πολλά αλλάζουν όταν ο ίδιος δημιουργός γράφει μουσική και στίχο. Εδώ θέλω να παραπέμψω σε κάτι που κυκλοφόρησε αυτές τίς ημέρες: την ομιλία του Δ. Σαββόπουλου κατά την ανακήρυξη του σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, με τίτλο «Η Μουσική των Λέξεων».
Είναι ένα τυπικά «σαββοπουλικό» κείμενο όπου το γλαφυρό ύφος και η υποκειμενική ματιά συνυπάρχουν με πολύ εύστοχες παρατηρήσεις για τον ρόλο του τραγουδιού και τον τρόπο που κάποιος το φτιάχνει. Κρατώ εδώ το ενδιαφέρον στοιχείο της σύγχρονης γέννησης του στίχου με τη μουσική. Είναι ένας τρόπος δουλειάς που τον έχω βρει σε διάφορους αγγλόφωνους τραγουδοποιούς-εκτελεστές, όπως ο Paul Simon, οι Lennon-McCartney o Bob Dylan και άλλοι. Υποθέτω θα ισχύει και για άλλους.
Εκτός από τη χρονική συγκυρία που τόσο καθορίζει τη γέννηση και την πορεία ενός τραγουδιού προς την «μικρή αθανασία», θα πρόσθετα την τύχη και τις συμπτώσεις, όμως ας μην περιπλέξουμε τα πράγματα… Η χρονική συγκυρία είναι πάντως σίγουρα μια αναγκαία συνθήκη. Τα τραγούδια του Αττίκ, έγιναν επιτυχίες και δημιούργησαν πολλούς επίγονους σε μια στιγμή που κατά κάποιον τρόπο υπήρχε ένα είδος ελληνικής-αθηναϊκής belle epoque που τελείωσε με την κήρυξη του πολέμου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η περίπτωση του ρεμπέτικου. Την εποχή που αρχίζει να μεσουρανεί η μουσική των συνθετών που το χρησιμοποίησαν ως αφετηρία (Χατζιδάκης, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος), το ίδιο πέφτει στην αφάνεια. Πολύ αργότερα, κατά την Μεταπολίτευση θα περάσει από μια αναβίωση η οποία λίγο-πολύ βαστά από τότε.
Άφησα για το τέλος το πιο δύσκολο: «Καλό γούστο» που είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη ενώ συγχρόνως ότι πιο αόριστο και αμφίσημοο. Ο Χατζηδάκης επανέρχεται συχνά στο θέμα όμως τα όσα λέει δεν μας κάνουν σοφότερους. Ας κλείσουμε λοιπόν με μια φράση που αποδίδεται στον Shakespeare όντας παράφραση αυτού που έγραψε: «Η Τέχνη είναι ο καθρέπτης που κρατάμε απέναντι στη Φύση.» Θέλουμε να ελπίζουμε ότι ο καθρέπτης αυτός θα είναι όσο πιο συχνά γίνεται καλός!
