classicalmusic.gr

Η κλασική μουσική στην Ελλάδα!

Το πρώτο που θα έπρεπε να […]

H θέση της κλασικής - λόγιας μουσικής στην Ελλάδα

Αλέξανδρος Χαρκιολάκης

Μουσικολόγος

Ο Αλέξανδρος Χαρκιολάκης, μουσικολόγος και διευθυντής του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής, επιλέγει την θεματολογία του από την εγχώρια και διεθνή μουσική πραγματικότητα και συναντά τους αναγνώστες του classicalmusic.gr μία φορά την εβδομάδα, κάθε Πέμπτη

H θέση της κλασικής – λόγιας μουσικής στην Ελλάδα

H θέση της κλασικής - λόγιας μουσικής στην Ελλάδα

Το πρώτο που θα έπρεπε να κάνουμε εφόσον καταπιανόμαστε με το ζήτημα της θέσης της κλασικής μουσικής στην Ελλάδα είναι να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε το τι εννοούμε λέγοντας κλασική μουσική. Στις μέρες μας έχει επικρατήσει ο όρος “λόγια μουσική” μιας και ο όρος “έντεχνη” χρησιμοποιείται κυρίως στο ελληνικό τραγούδι για να ξεχωρίζει το ποιοτικό από το ποπ τραγούδι (το είδος της ελληνικής ποπ είναι κάτι το πραγματικά αξιοθαύμαστο. Θα μπορούσε άνετα να αποτελέσει πεδίο δόξης τρανό για την κοινωνιολογική έρευνα και να αποδείξει ότι τελικά επηρεαστήκαμε βαθύτερα απ’ όσο φανταζόμαστε απ’ τα τετρακόσια χρόνια τουρκικής σκλαβιάς.). Από την άλλη, ο όρος “σοβαρή μουσική”, που χρησιμοποιείτο για ένα σεβαστό χρονικό διάστημα, αποδείχθηκε αρκετά σνομπ και έτσι εγκαταλείφθηκε.

Όταν μιλάμε για κλασική μουσική στις μέρες μας θα πρέπει να καταλάβουμε ότι ο όρος αυτός δεν σημαίνει το ίδιο πράγμα για όλους του ανθρώπους. Για πολλούς, κλασική μουσική είναι ο Χέντελ και ο Σοπέν αλλά και ο Σοστακόβιτς καθώς και ένας συνθέτης που γράφει για συμφωνική ορχήστρα εν έτι 2005. Βλέποντας το αυστηρά επιστημονικά, κλασική μουσική είναι η μουσική που γράφτηκε κατά τα χρόνια του κλασικισμού και μόνο αυτή. Στις μέρες μας, η ιστορική μουσικολογία έχει βαλθεί να αποδείξει ότι οι απαρχές του ρομαντισμού βρίσκονται στον Μπετόβεν και την 9η του Συμφωνία αλλά και σε άλλα προγενέστερα έργα του. Ας επανέρθουμε όμως στη χρησιμοποίηση του όρου στην καθομιλουμένη. Βάσει των παραπάνω, πολλοί φιλόμουσοι μάλλον θεωρούν ότι συνθέτες ποπ ορχηστρικής μουσικής με στοιχεία συνθεσάιζερ γράφουν κλασική μουσική. Δεν υπάρχει κανένας ψόγος προς τον καλλιτέχνη αλλά πολύ δύσκολα θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε το έργο τους με τους μεγάλους κλασικούς μουσουργούς και να το βρούμε ισάξιο.

Αφήνοντας στην άκρη την επιστημολογία και την επιστημοσύνη, θα συμφωνήσουμε ότι ο όρος “λόγια μουσική” είναι ο καλύτερος για να περιγράψει αυτό που παλαιότερα ονομάζαμε αναφανδόν “κλασική μουσική” εμπεριέχοντας σε αυτή την κατηγορία και την μουσική μπαρόκ, και τον ρομαντισμό, και το νεοκλασικισμό, κ.λπ. Και τώρα ερχόμαστε στο κυρίως ζήτημα αυτού του κειμένου: ποια είναι η θέση της λόγιας μουσικής σήμερα στην Ελλάδα; Το ερώτημα είναι πολυδαίδαλο και όχι τόσο εύκολο να το απαντήσουμε δια μιας.

Ας πάρουμε κατ’ αρχήν την καθημερινότητα: το Μετρό είναι το μόνο μέσο όπου παίζεται μουσική, κλασικά αριστουργήματα ως επί το πλείστον. Επειδή τυγχάνει και χρησιμοποιούμε το ταχύτατο αυτό μέσο μεταφοράς καθημερινά γινόμαστε και αυτήκοοι μάρτυρες των παραπόνων και των ειρωνικών σχολίων για τη “πεθαμενατζίδικη” μουσική (έτσι χαρακτήρισε το τελευταίο μέρος της 9ης Συμφωνίας του Μπετόβεν ένας κύριος που στεκόταν δίπλα μας στην αποβάθρα). Είναι αλήθεια ότι σε ένα λαό με μηδενική, στην ουσία, παιδεία στην καλή μουσική (η οποία, σημειωτέον, δεν είναι μόνο η λόγια αλλά και μουσική όπως η τζαζ) τέτοια ρηξικέλευθα μέτρα δεν γίνονται δεκτά με μεγάλη ευχαρίστηση. Όταν ο μέσος άνθρωπος έχει συνδέσει την μουσική με τα “καψουροτράγουδα” (sic) της τάδε τραγουδίστριας και τον “εμπνευσμένο” στίχο του δείνα νεόκοπου ποιητή – στιχουργού και θεωρεί ότι η μουσική έχει μόνο διασκεδαστικό χαρακτήρα και ποτέ ψυχαγωγικό τότε το πρόβλημα ξεκινάει από τις μικρές ηλικίες. Όταν, ακόμα και σήμερα, στην Ελλάδα του ευρώ και της ευρωπαϊκής προοπτικής, κάποιος αναφέρει ότι είναι βιολονίστας και η πρώτη ερώτηση από τους συνδαιτυμόνες του είναι “σε ποιο μαγαζί παίζει αυτή την εποχή;” τότε υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Να ξεκαθαρίσουμε και πάλι ότι το να παίζει λαϊκή μουσική ένας βιολονίστας δεν είναι μεμπτό. ’λλωστε και ένας από τους μεγαλύτερους έλληνες μουσικούς, ο Νίκος Σκαλκώτας, αναγκαζόταν για βιοποριστικούς λόγους να παίζει και σε ορχήστρες λαϊκών κέντρων διασκέδασης (μάλιστα στο Κοντσέρτο για Δύο Βιολιά χρησιμοποίησε και το θέμα ενός τραγουδιού του Τσιτσάνη). Το να θεωρείται όμως περίπου ως βέβαιο ότι πρέπει να παίζει κάποιος βιολί στο έβδομο χιλιόμετρο της Εθνικής οδού Αθηνών – Λαμίας ως μοναδική επαγγελματική απασχόληση τότε μάλλον κάτι δεν πάει καλά.

Μεγάλο πρόβλημα συνίσταται και στα σχολεία με το μάθημα της μουσικής. Παραδοσιακά, εδώ και πάρα πολλά χρόνια το μάθημα της μουσικής είναι “η ώρα του παιδιού”. Το μάθημα είναι μονάχα μία ώρα την εβδομάδα ενώ σε πολλά σχολεία δεν γίνεται καθόλου λόγω έλλειψης μουσικού. Το μέγιστο παράδοξο είναι ότι το μάθημα εξαφανίζεται στο Λύκειο. Φαίνεται ότι οι διάφοροι υπουργοί Παιδείας που έχουν περάσει από τον υπουργικό θώκο φρονούν ότι το μάθημα της Χημείας είναι απείρως σημαντικότερο για τη διαπαιδαγώγηση των δεκαπεντάχρονων και δεκαεξάχρονων μαθητών από το μάθημα της μουσικής. Οι μεγαλόσχημες βέβαια εκφράσεις του τύπου “δύναμη μας ο πολιτισμός” δεν λείπουν από τα χείλη των πολιτικών. Για ποιο πολιτισμό όμως μιλάμε όταν τα παιδιά δεν διδάσκονται μουσική; Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι όσα παιδιά θέλουν μπορούν να πάνε στο ωδείο να διδαχθούν μουσική. Φυσικά αυτό είναι καλό να γίνεται εάν οι γονείς έχουν την οικονομική δυνατότητα. Αλλά η απάντηση στην παραπάνω παρατήρηση θα μπορούσε να είναι ότι μαθηματικά κάνουν τα παιδιά στα φροντιστήρια γιατί λοιπόν να τα διδάσκονται και στο σχολείο.

Ένα σημαντικό ζήτημα είναι δυστυχώς και η ανεπάρκεια των καθηγητών μουσικής, ειδικότερα των μεγαλύτερων σε ηλικία, της δημόσιας εκπαίδευσης. Στον τελευταίο διαγωνισμό για πρόσληψη στο δημόσιο μπορούσε να πάρει μέρος ο οποιοσδήποτε είχε ένα πτυχίο αρμονίας (σημειωτέον ότι στις μέρες μας οι μαθητές των ωδείων μπορούν να λάβουν αυτό το πτυχίο στην ηλικία των δεκαέξι ετών). Δεν υπονοούμε ότι οι εξετάσεις ήταν εύκολες, τουναντίον οι εξετάσεις ήταν αρκετά δύσκολες ακόμα και για αποφοίτους των τμημάτων μουσικών σπουδών (ποτέ δεν καταλάβαμε γιατί το μάθημα της ακουστικής να είναι κριτήριο εισδοχής ενός μουσικού στη δημόσια εκπαίδευση). Οι παλαιότεροι δάσκαλοι όμως είχαν και έχουν ελλιπέστατες γνώσεις και οι οποίες πολλές φορές περιορίζονται στα εθνοπατριωτικά τραγούδια των σχολικών εορτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι έχουμε γνωρίσει δάσκαλο μουσικής ο οποίος εργάζεται σε δημόσιο σχολείο και έχει πτυχίο μόνο βυζαντινής μουσικής και δεν γνωρίζει την δυτική σημειογραφία παρά κατ’ ελάχιστο. Όταν λοιπόν δεν υπάρχει μουσική παιδεία από την πρώτη νεότητα τότε δυστυχώς δεν μπορεί να υπάρχει και κοινό για να ακούσει τους πασχίζοντες μουσικούς μας.

Έτερο σημαντικό ζήτημα είναι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Οι εκπομπές λόγιας μουσικής δυστυχώς είναι περιορισμένες στο ελάχιστο και αυτές προβάλλονται (όταν προβάλλονται) μόνο από την κρατική τηλεόραση. Η μόνη περίοδος όπου μπορεί κάποιος να ακούσει καλή μουσική και να παρακολουθήσει από την τηλεόραση σημαντικές συναυλίες είναι η περίοδος του Πάσχα ή κηδειών σημαντικών πολιτικών προσώπων!! Βέβαια τα εξόφθαλμα λάθη δεν αποφεύγονται ποτέ μιας και όπως φαίνεται αυτοί που επιλέγουν ποια συναυλία πρέπει να μεταδοθεί τη Μεγάλη Παρασκευή δεν έχουν ιδέα του τι σημαίνει το έργο που παίζεται. Αρκεί να είναι μία μεγάλη σε μέγεθος ορχήστρα, φρακοφορεμένη (ευθεία αναφορά στα γραφεία τελετών μας φαίνεται αυτό αλλά ας αφήσουμε τα μακάβρια) και ένας γηραιός μαέστρος στο πόντιουμ να κάνει όλες τις “δραματικές” κινήσεις. Αυτά μάλλον ήταν τα κριτήρια επιλογής, όταν μία χρονιά την Μεγάλη Παρασκευή κάποιος από τους “εγκεφάλους” της ΕΡΤ αποφάσισε να μεταδοθεί η 9η Συμφωνία του Μπετόβεν (δημοφιλές έργο και αρκετά δραματικό θα του φάνηκε αλλά να που είχε πέσει έξω μιας και η συμφωνία αυτή συνδιαλέγεται ευθέως με την αισιοδοξία παρά με τον ανθρώπινο πόνο). Υπάρχουν και άλλα παραδείγματα τέτοιων “ευφυέστατων” επιλογών.

Επίσης, σημαντικό πρόβλημα που επιβαρύνει τη θέση της λόγιας μουσικής στην Ελλάδα είναι και η διδασκαλία που γίνεται στα ωδεία. Κάνοντας μία ιστορική αναδρομή θα βλέπαμε ότι η μουσική ήταν ένα προνόμιο των λίγων στα παλαιότερα χρόνια και μόνο κατά τη δεκαετία του ’80 απέκτησε μία ευρύτερη έννοια. Οι λόγοι που συνέβη αυτό είναι πρωτίστως οικονομικοί και κατ’ επέκταση κοινωνικοί. Οι Έλληνες είδαν τα εισοδήματα τους να αυξάνονται στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και τα ωδεία και οι μουσικές σχολές άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια. Εμείς, οι Έλληνες φημιζόμαστε ότι είμαστε άνθρωποι των άκρων και αυτό συνέβη και στην περίπτωση των ωδείων. Υπερπληθώρα προσφοράς αμφιβόλου ποιότητας και ανάλογη ζήτηση χωρίς δυστυχώς σωστά κριτήρια επιλογής. Δεν σημαίνει ότι απαραίτητα τα μικρά συνοικιακά ωδεία και μουσικές σχολές δεν έχουν καλούς δασκάλους και καθηγητές. Αλλά το πρόβλημα ήταν (και μερικές φορές ισχύει ακόμα) ότι κάποιος γινόταν δάσκαλος με ένα απλό πτυχίο αρμονίας ή ένα απλό πτυχίο πιάνου από ένα οποιοδήποτε ωδείο (εδώ θα θέλαμε να εκμυστηρευτούμε την έκπληξη μας όταν, συζητώντας με μουσικό – ιδιοκτήτη ωδείου της Αθήνας, σε μία αποστροφή του λόγου μας και αναφέροντας το όνομα του Σοστακόβιτς μας ρώτησε αν είναι συνεργάτης μας (sic) στο classicalmusic.gr!!! Τα σχόλια νομίζουμε ότι περιττεύουν.) . Η πολιτεία, ακόμα μία φορά απούσα, άφησε την μουσική εκπαίδευση στα χέρια κάποιων επιτήδειων και δεν έπραξε αυτό που θα έπρεπε. Τα ωδεία μέχρι και σήμερα προσφέρουν σπουδές αδιαβάθμητες και εποπτευόμενες από το υπουργείο Πολιτισμού και όχι από το υπουργείο Παιδείας. Σήμερα η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο και πιστεύουμε ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα για να βελτιωθεί. Μόνη λύση είναι το γκρέμισμα και το χτίσιμο από την αρχή του οικοδομήματος της μουσικής εκπαίδευσης.

Η Ελλάδα είναι μία χώρα που ταλανίστηκε από πολλά προβλήματα που προέρχονταν από τις ταξικές, οικονομικές και κοινωνικές διαφορές του λαού της. Οι μανιερισμοί δεν έλειψαν ποτέ και είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της δεσποινίδος με τα γαλλικά και το πιάνο ως δείγμα καλής διαπαιδαγώγησης. Αυτό είχε σαν συνέπεια η λεγόμενη “καλή κοινωνία” να παρακολουθεί τα δρώμενα της λόγιας μουσικής όχι πάντοτε από ενδιαφέρον αλλά από κοινωνική υποχρέωση περισσότερο. Το πρόβλημα είναι ότι πολλές φορές η κλασική μουσική ταυτίστηκε με τους κυρίους με τα παπιγιόν και τις κυρίες με τα γουναρικά που δεν έχουν ιδέα τι έχουν πάει να ακούσουν (έτερο ευτράπελο συνέβη στον υπογραφόμενο όταν στη παρουσίαση πριν κάποια χρόνια του μουσικού δράματος του Καλομοίρη Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στο Ηρώδειο ακούσαμε “σικ” κυρία να μιλά μεγαλοφώνως στο κινητό της και να λέει ότι είχε πάει στο Ηρώδειο να ακούσει μία όπερα του Καλογιάννη. Είμαστε σίγουροι ότι και οι αναγνώστες μας θα μπορούσαν να μας διηγηθούν πολλές παρόμοιες ιστορίες.). Ευτυχώς αυτό το φαινόμενο έχει μετριαστεί μετά την έλευση του Μεγάρου Μουσικής στη ζωή μας. Φυσικά και πάλι συναντά κανείς διάφορους ματαιόδοξους και κενούς ανθρώπους, οι οποίοι συνήθως έχουν και ένα περισπούδαστο ύφος όταν μιλούν για ζητήματα που δεν γνωρίζουν, αλλά ευτυχώς αυτοί έχουν περιοριστεί συγκρινόμενοι με τα παλαιότερα χρόνια.

Είναι σίγουρο ότι θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και άλλους τομείς οι οποίοι προβαλλόμενοι μπορούν να μας δώσουν μία εικόνα της λόγιας – κλασικής μουσικής στην Ελλάδα. Βεβαίως υπάρχουν και τα φωτεινά σημεία που συνθέτουν τη γενικότερη εικόνα. Τέτοια είναι: η εξάντληση των εισιτηρίων σχεδόν σε κάθε παράσταση της Λυρικής Σκηνής, οι εικόνες με τους ανθρώπους να ψάχνουν απεγνωσμένα εισιτήρια για τις πρόσφατες παραστάσεις του Κουρτ Μαζούρ στην Αθήνα, την αθρόα προσέλευση στις περισσότερες συναυλίες του Φεστιβάλ Αθηνών το περασμένο καλοκαίρι, την έκδοση αρκετών νέων δίσκων με ελληνική λόγια μουσική κατά το τελευταίο έτος, την ύπαρξη αρκετών μουσικολογικών περιοδικών που ασχολούνται με την λόγια μουσική καθώς και άλλα γεγονότα που ο περιορισμένος χώρος δεν μας επιτρέπει να αναφέρουμε.

Τελικά ποια είναι η θέση της κλασικής – λόγιας μουσικής στην Ελλάδα; Δυστυχώς η ανάπτυξη της βρίσκεται σε εμβρυακό στάδιο ακόμη ενώ και οι κινήσεις για την ισχυροποίηση της παρ’ όλο που είναι αρκετές είναι, πολλές φορές, αποσπασματικές και έτσι, δυστυχώς, αναποτελεσματικές. Το κοινό που θέλει να ακούσει καλή μουσική υπάρχει, δεν τίθεται καμία αμφιβολία περί αυτού. Tο θέμα είναι πλέον να γίνει μία συνολική προσπάθεια μέσω των πολιτιστικών φορέων, κρατικών και ιδιωτικών. Δεν νοείται μία χώρα που έχει βγάλει μερικούς από τους μεγαλύτερους μουσικούς αυτού του πλανήτη (αναφέρουμε ενδεικτικά: Κάλλας, Μητρόπουλος, Μπαχάουερ, Ξενάκης, Σκαλκώτας και τόσοι άλλοι) να μην μπορεί να δημιουργήσει μία ατμόσφαιρα υπέρ της καλής μουσικής και οι μουσικοί να αισθάνονται εξωγήινοι και περιθωριοποιημένοι στην ίδια τους τη χώρα. Είναι επίσης ανεπίτρεπτο για το μουσικό μας πολιτισμό να είμαστε γνωστοί μονάχα για το Greek Bouzouki και για τίποτα άλλο. Όλα είναι καλά αλλά με μέτρο. Για να μην φτάσει κάποια στιγμή να θεωρούμε αναγωγή στη σφαίρα του παράδοξου το άκουσμα καλής και ψυχαγωγικής μουσικής.

Αλέξανδρος Χαρκιολάκης

Μουσικολόγος

Ο Αλέξανδρος Χαρκιολάκης, μουσικολόγος και διευθυντής του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής, επιλέγει την θεματολογία του από την εγχώρια και διεθνή μουσική πραγματικότητα και συναντά τους αναγνώστες του classicalmusic.gr μία φορά την εβδομάδα, κάθε Πέμπτη

Κύλιση στην κορυφή

Newsletter

Γραφτείστε στο εβδομαδιαίο newsletter του classicalmusic.gr.  Aποστέλλεται κάθε Παρασκευή και περιέχει τα τελευταία νέα μας!