
Αποσπάσματα από τον Πανηγυρικό του Νικολάους Αρνονκούρ για την έναρξη του έτους Μότσαρτ στην εκδήλωση “Sound of Europe” στο Ζάλτσμπουργκ. Μετάφραση: Αναστάσιος Στρίκος
Θα έπρεπε κανονικά να ντρεπόμαστε. Γιατί θα ήταν τόσο απλό να κάνουμε αυτό που μας ζητάει ο Μότσαρτ εδώ και πάνω από διακόσια χρόνια: Να ακούσουμε με προσήλωση και σιωπηλοί, κι αν καταφέρναμε να καταλάβουμε τις δίχως λόγια επικλήσεις και αγορεύσεις του, θα έπρεπε τότε, όπως είπαμε ήδη, μάλλον να ντρεπόμαστε παρά να υπερηφανευόμαστε. Τώρα τον επευφημούμε και το κάνουμε σαν να επευφημούμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Δεν υπάρχει όμως τίποτε απολύτως για να υπερηφανευόμαστε σε σχέση με τον Μότσαρτ. Ήδη από τότε, από τον καιρό που ζούσε στη Βιέννη και το Ζάλτσμπουργκ.
Μας ζητάει κάτι, με την αδέκαστη αυστηρότητα της ιδιοφυΐας κι εμείς ανταποκρινόμαστε με εορτασμούς που διακρίνονται από κερδοσκοπία και εμπορικότητα και επιτρέπουμε να στάζει η μουσική του κατακερματισμένη από όλες τις διαφημιστικές εκπομπές. Δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται αυτό, είναι ντροπή και όνειδος. Πώς είναι δυνατόν να το ανεχόμαστε;
Ωστόσο, αν ένα τέτοιο έτος εορτασμών μπορεί παρ’ όλα αυτά να έχει μια κάποια σημασία, τότε θα πρέπει να το εκλάβουμε ως αφορμή να ακούσουμε, να ακούσουμε, να ακούσουμε, και μόνο τότε θα μπορέσουμε ίσως να κατανοήσουμε ένα μικρό μέρος του μηνύματος. Ο Μότσαρτ δεν χρειάζεται τις τιμές μας, εμείς είμαστε που χρειαζόμαστε εκείνον και τον δυνατό άνεμο που μας φέρνει. Μια χρονιά σαν αυτή είναι στην πραγματικότητα μια ευκαιρία για μας.
Ποιο είναι λοιπόν το περιεχόμενο της αγόρευσής του; Είναι η ίδια η τέχνη, είναι η μουσική, και θα μας ζητηθεί κάποτε να δώσουμε αναφορά, τι την κάναμε και τι την κάνουμε την τέχνη του αυτή, κι ακόμη, τι παραλείψαμε να κάνουμε.
Η ίδια η τέχνη μας οδηγεί συχνά σε συμπεράσματα, καμιά φορά μάλιστα με τη βία: Είναι ο καθρέπτης, μέσα στον οποίο υποχρεωνόμαστε να κοιτάξουμε. Για να αποφύγουμε το είδωλό μας, υιοθετήσαμε μια αισθητιστική, “γαστρονομική” θα έλεγε κανείς συμπεριφορά απέναντι στην τέχνη: Ακούμε “ωραία” μουσική, κοιτάζουμε “ωραίους” πίνακες αλλά δεν τα αφήνουμε να μας συνταράξουν, και κυρίως να μας ανατρέψουν. (…)
Ως νεαρός μουσικός ορχήστρας πριν από πενήντα χρόνια έπρεπε να παίζω τη συμφωνία σε σολ ελάσσονα πολλές φορές κάθε χρόνο, πάντοτε βέβαια γλυκά και όμορφα, οι ακροατές λίκνιζαν με μακαριότητα τα κεφάλια τους, και μιλούσαν για την “ευτυχία που δίνει ο Μότσαρτ”. ‘Aλλα έλεγε όμως η παρτιτούρα στο αναλόγιό μου: Εκεί όλα αμφισβητούνται και ανατρέπονται: η μελωδία, η αρμονία, ο ρυθμός. Τίποτε δεν είναι, όπως θα έπρεπε κανονικά να είναι, εκτός ίσως από το ρομαντικό τρίο του Μινουέτου. Ίσως βέβαια τότε, μετά τον πόλεμο, να αποζητούσαμε αυτήν την απαστράπτουσα αρμονία, το χαροποιό στοιχείο, την άλλη όψη του νομίσματος την είχαμε ζήσει με τρόπο απάνθρωπο. Έτσι λοιπόν όλες οι ερμηνείες του Μότσαρτ τόνιζαν τη φωτεινή, τη θετική πλευρά και αποδυνάμωναν την άλλη, την συνταρακτική. Αυτή η συμφωνία έγινε τελικά η προσωπική μου “συμφωνία του πεπρωμένου”, άλλαξε τη ζωή μου για πάντα: γιατί μια μέρα, μετά από 17 χρόνια υπηρεσίας ως τσελίστας, αποφάσισα να μην ξαναπαίξω αυτή τη συμφωνία ποτέ πια, και εγκατέλειψα την ορχήστρα…
Μπορεί κανείς να αναγνωρίσει σε αυτήν τη συμφωνία ένα παράδειγμα, όπως άλλωστε και σε πολλά άλλα έργα της λογοτεχνίας και των εικαστικών τεχνών: Μέχρι ποίου σημείου μπορεί, ή μάλλον θα έπρεπε να φτάσει η τέχνη, κι ακόμα: τι μπορεί και πρέπει ο ακροατής να είναι πρόθυμος να ανεχθεί. Ο Μότσαρτ έφτασε επανειλημμένα σε αυτό το όριο του πόνου. Όπως όλοι σχεδόν οι μεγάλοι καλλιτέχνες, έτσι κι ο Μότσαρτ παραμένει μια αινιγματική προσωπικότητα, τρομακτική σε ένα βαθμό. Νομίζουμε ότι ξέρουμε τα πάντα σχετικά με αυτόν, η ζωή του είναι θαυμάσια καταγεγραμμένη, κι όμως μόλις θελήσει να πει κανείς κάτι γι’ αυτόν, συνειδητοποιεί ότι δεν τον γνωρίζει καθόλου.
Η ιστορική και βιογραφική “γνώση”, γενικά μιλώντας, δεν αποτελεί αληθινή γνώση γιατί ενώ την αποκομίζουμε με τρόπο έμμεσο, μας δίνει την ψευδαίσθηση ότι είμαστε αυτόπτες μάρτυρες. Συλλαμβάνουμε τις εικόνες, αυτές της τηλεόρασης για παράδειγμα, ως αληθή γεγονότα και μένουμε με την εντύπωση ότι ήμασταν εκεί, στην ουσία όμως δεν έχουμε νιώσει τίποτε στο δέρμα ή στις καρδιές μας. Οι εικόνες δεν είναι παρά εικόνες αλλά η πραγματικότητα που παριστάνουν, είναι μια τελείως διαφορετική.
Την αλήθεια σχετικά με τον Μότσαρτ δεν θα την μάθουμε ποτέ. Αυτό που θεωρούμε αλήθεια είναι η εικόνα που έχουμε δημιουργήσει εμείς οι ίδιοι. Μόνο στο έργο του κρύβεται η αλήθεια. Να κατανοήσουμε τον άνθρωπο, φαντάζει αδύνατο. Κι έτσι καταλήγουμε, όπως και στην περίπτωση πολλών άλλων καλλιτεχνών, σε μια διπλή οπτική. Σαν να υπήρχαν δύο Μότσαρτ: το παιδί που παίζει, ο χαρούμενος, εξωστρεφής νεαρός άνδρας, που οι φίλοι του έλεγαν ότι δεν θύμωνε ποτέ, που από τα νεανικά του χρόνια έγραφε τα γράμματά του σε στιλπνό ύφος, μορφωμένος, ετοιμόλογος και σίγουρος.
Έπειτα είναι ο Μότσαρτ των βιογράφων, με τις οικονομικές του, τις οικογενειακές και τις καλλιτεχνικές κρίσεις: ήταν πλούσιος ή φτωχός, σε ρήξη ή σε αρμονική σχέση με τον πατέρα του, κλονίστηκε καλλιτεχνικά μετά την αποτυχία των “Γάμων του Φίγκαρο” στη Βιέννη; Δεν πιστεύω λέξη, γιατί όπως λέει ο Όσβαλντ Σπρένγκλερ: “Την φύση μπορεί να την αναλύσει κανείς επιστημονικά, η ιστορία όμως εξελίσσεται εύκολα σε ποίηση” κι αυτό κάναμε υπέρ το δέον.
Ο άλλος Μότσαρτ είναι ο αληθινός, ο άληπτος και ασύλληπτος, που δεν υπόκειται σε κανενός είδους αξιολόγηση. Αν θέλουμε να τον συλλάβουμε, πρέπει να παραδεχτούμε ντροπιασμένοι, ότι ο πήχης μας δεν χωράει στα δικά του μέτρα και σταθμά, εκείνος έρχεται από ένα άλλο άστρο. Ζει μόνο μέσα από το έργο του: Σοβαρός κάθε στιγμή, ανατριχιαστικός ακόμη κι όταν αστειεύεται: το “Μουσικό αστείο”, ένα έργο σκοτεινό όσο και η στοιχειωμένη άρια του γέλιου από τη “Θαΐδα”.
Τί σοκ θα πρέπει να ήταν αυτό στο σπίτι των Μότσαρτ, όταν ο πατέρας αναγνώρισε την ιδιοφυΐα στο πρόσωπο του παιδιού: νομίζει κανείς ότι έχει ένα φρόνιμο, αξιαγάπητο παιδί και ξαφνικά βλέπει μπροστά του έναν κροκόδειλο. Μια ιδιοφυΐα σαν του Μότσαρτ, δεν καλλιεργείται αλλά πέφτει σαν μετεωρίτης από το σύμπαν. Όχι ένα παιδί αλλά ένας ενήλικος που παίζει.
Μια ανθρώπινη κοινωνία δεν είναι σε θέση να εκπαιδεύσει μια μεγαλοφυΐα, δεν υπάρχουν πρότυπα για κάτι τέτοιο. Ένα τέτοιο δαιμονικό πλάσμα κυριεύει βεβαίως το περιβάλλον του άνευ όρων, κανείς δεν μπορεί να το “εκπαιδεύσει”, είναι ένας αγαπημένος και συνάμα τρομακτικός συγκάτοικος.
Από τα πρώτα του κιόλας μουσικά σκιρτήματα, ο δρόμος του Μότσαρτ ως καλλιτέχνη χαρακτηρίζεται από μια αλάθητη διαίσθηση, μια σιγουριά που κόβει την ανάσα, ακριβώς το αντίθετο της προσωπικής του ζωής.
Ήδη ως παιδί συνέθεσε έργα, που το συναισθηματικό τους περιεχόμενο ξεπερνούσε κατά πολύ, τα βιώματα που θα μπορούσε να είχε συγκεντρώσει ως τότε. Έτσι λοιπόν ο νεαρός αυτός που ήταν και παρέμεινε σε όλη του τη ζωή, μας μύησε στα πιο απόμακρα και πιο βαθιά μυστικά της αγάπης και του θανάτου, του τραγικού, της ενοχής και της χαράς. Μας υποχρεώνει, να ατενίσουμε τα βάθη της ψυχής κι έπειτα αμέσως ψηλά τον ουρανό, ήτανε μήπως μια γραφίδα στο χέρι του Θεού.