
Ο μακρύς δρόμος της προσέγγισης
Η παγκόσμια δημοτικότητα που απολαμβάνει η πρωτοχρονιάτικη συναυλία της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Βιέννης δίνει την λανθασμένη εντύπωση, ότι η αυτονόητη συσχέτιση του μουσικού αυτού συνόλου με το έργο του Στράους υπήρξε αδιάκοπη από την αρχή μέχρι σήμερα. Τα ιστορικά γεγονότα ωστόσο δείχνουν μια τελείως διαφορετική εικόνα: Αν και πολλοί από τους μουσικούς της τότε Φιλαρμονικής είχαν ξεκινήσει την καριέρα τους στο μουσικό σύνολο του Γιόχαν Στράους, η “Φιλαρμονική Εταιρεία Συναυλιών”, όπως ήταν τότε η επίσημη ονομασία του συλλόγου, επέμενε να αγνοεί αυτή την πλέον χαριτωμένη και πλέον βιεννέζικη μουσική που γράφτηκε ποτέ. Οι μουσικοί ένιωθαν προφανώς την κοινωνική άνοδο που γνώριζαν μέσα από την συμμετοχή τους στις συναυλίες της φιλαρμονικής να απειλείται από οποιαδήποτε σχέση με την μουσική χορευτικού και ψυχαγωγικού χαρακτήρα. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί, ότι η δυναστεία των Στράους όχι μόνο απολάμβανε την αναγνώριση μεγάλων συνθετών όπως ο Βάγκνερ και ο Μπράμς, αλλά και τα ίδια τα μέλη της Φιλαρμονικής της Βιέννης είχαν συχνά την ευκαιρία να διαπιστώσουν τη σημασία της μουσικής του Γιόχαν Στράους αλλά και την ίδια την προσωπικότητα του συνθέτη που ακτινοβολούσε ήδη σε ολόκληρη την Ευρώπη.
1873: Η πρώτη συνάντηση της Φιλαρμονικής και του Στράους
Η πρώτη συνεύρεση ήδη έφερε και μια παγκόσμια πρώτη: Για τον χορό της Όπερας που έλαβε χώρα στην χρυσοποίκιλτη αίθουσα του Μουζίκφεράιν στις 22 Απριλίου του 1873 ο Στράους συνέθεσε το Βάλς “Βιεννέζικο αίμα” op. 354, και το διηύθυνε όπως αρμόζει στο στίλ, με το βιολί στο χέρι. “Η Ορχήστρα της Αυλικής Όπερας ανταποκρίθηκε στο χρέος της με τέτοια σοβαρότητα και αφοσίωση, που μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι η επιτυχία του Στράους οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις επιδόσεις της”, διαβάζουμε σε μια εφημερίδα της εποχής. Το έργο χρειάστηκε να επαναληφθεί, και η συνεύρεση του “Βασιλιά του Βάλς” με την “σοβαρή” Φιλαρμονική έγινε δεκτή ως μια ευχάριστη έκπληξη: “Η βραδυά έφτασε εκείνη τη στιγμή στο ζενίθ της…”
1877: “Αναμνήσεις από την παλιά και τη νέα Βιέννη”
Στις 4 Νοεμβρίου του 1873 ο Στράους διήθυνε σε μία συναυλία της Φιλαρμονικής που έγινε με αφορμή την Παγκόσμια Έκθεση της Βιέννης έργα του πατέρα του και του Γιόζεφ Λάννερ (Joseph Lanner) καθώς και τον δικό του “Γαλάζιο Δούναβη”. Οι επόμενες συναντήσεις έλαβαν χώρα στα πλαίσια μιας αξιομνημόνευτης σειράς εκδηλώσεων: Σε μία Soirée στην Αυλική Όπερα στις 11 Δεκεμβρίου του 1877 ο Στράους διήυθυνε την παγκόσμια πρώτη του έργου του “Αναμνήσεις από την παλιά και την νέα Βιέννη”, ένα Πότπουρρί που σήμερα δυστυχώς έχει χαθεί και που αναπαριστούσε μέσα από θέματα έργων δικών του και του πατέρα του, “πώς χόρευε η Βιέννη τότε και πως αρέσκεται να διασκεδάζει σήμερα.” Το έργο σημείωσε τέτοια επιτυχία, που επαναλήφθηκε στην τρίτη Soirée στις 23 Φεβρουαρίου του 1878, ξανά υπό την διεύθυνση του συνθέτη.
1899: Αποχαιρετισμός στον “Βασιλιά του Βάλς”
Παρά τις άριστες προσωπικές σχέσεις μεταξύ συνθέτη και ορχήστρας δεν ακολούθησε καμμιά άλλη τέτοια συνεργασία. Στις 14 Οκτωβρίου του 1894 η ορχήστρα συμμετείχε σε μια εορταστική συναυλία με αφορμή τον εορτασμό των πενήντα ετών δραστηριότητας του συνθέτη. Ο Στράους παρακολούθησε την εκδήλωση δίπλα στο φίλο του Γιοχάννες Μπράμς και εξέφρασε τις ευχαριστίες του με ένα αναμνηστικό μετάλλιο και ένα τηλεγράφημα: “Δια του παρόντος εκφράζω γραπτώς θερμότατας ευχαριστίας προς τους μεγάλους καλλιτέχνας, τους διασήμους Φιλαρμονικούς τόσο δια την θαυμαστήν τους επίδοσιν, όσον και για την έκφρασιν της συμπαθείας τους με την οποίαν μου έδωσαν την μεγαλυτέραν χαράν Γιόχανν Στράους”. Η επόμενη συνάντηση του Στράους με την ορχήστρα είχε τραγικές συνέπειες: Στις 22 Μαίου του 1899 ο συνθέτης διήυθυνε για πρώτη και τελευταία φορά στην Αυλική Όπερα την εισαγωγή σε μια πρεμιέρα της “Νυχτερίδας”. Εκείνη τη βραδυά φαίνεται πως κρυολόγησε. Το κρυολόγημα αυτό εξελίχθηκε στην πνευμονία που επέφερε τελικά τον θάνατο του Γιόχανν Στράους στις 3 Ιουνίου του 1899.
1921: Το μνημείο του Γιόχανν Στράους στη Βιέννη
Ακόμη και μετά τον θάνατο του μαέστρου οι Φιλαρμονικοί της Βιέννης δεν έγιναν αμέσως οι πιο θερμοί του απολογητές. Το 1902 βέβαια δόθηκε μια συναυλία, κατά την οποία ο Γιόζεφ Χέλλμεσμπέργκερ υιός (Joseph Hellmesberger) διήυθυνε τα βάλς “Φωνές της άνοιξης” op. 410, και “Κρασί, γυναίκα και τραγούδι” op. 333, καθώς και τη μουσική μπαλέτου από τον “Ιππότη Πάζμαν”, το γεγονός αυτό ωστόσο αποτελούσε για πολλά χρόνια μεμονωμένη εξαίρεση. Μια αλλαγή φάνηκε να συμβαίνει το 1922: Με αφορμή τα αποκαλυπτήρια του μνημείου του συνθέτη στο Δημοτικό Πάρκο της Βιέννης, ο ‘Αρθουρ Νίκις (Arthur Nikisch) διήυθυνε τα βάλς “Ζωή του καλλιτέχνη” op. 316, “Στον ωραίο γαλάζιο Δύναβη” op. 314, καθώς και το “Κρασί, γυναίκα και τραγούδι”, και το παράδειγμα του παγκοσμίου φήμης διευθυντή ορχήστρας δημιούργησε προφανώς σχολή.
Αποφασιστική στροφή σημειώθηκε κατά τον εορτασμό των εκατοστών γεννεθλίων του συνθέτη (25 Οκτωβρίου του 1925): Ο Φέλιξ φον Βάινγκάρτνερ (Felix von Weingartner) διήυθυνε τον “Γαλάζιο Δούναβη”, που έως τότε παιζόνταν συχνά αλλά μόνο ως ανκόρ κυρίως σε περιοδείες της ορχήστρας στο εξωτερικό, ως μέρος του κανονικού προγράμματος των Συνδρομητικών Συναυλιών της Φιλαρμονικής στις 17 και 18 Οκτωβρίου του 1925, ενώ στις 25 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου δόθηκε για πρώτη φορά μια συναυλία αποκλειστικά με έργα Στράους που διήθυνε επίσης ο Βάινγκάρτνερ.
1929: Ο Κλέμενς Κράους (Clemens Krauss)
Την πραγματική παράδοση όμως που συνδέει το έργο του Στράους με την Φιλαρμονική της Βιέννης εγκαθίδρυσε ο καλλιτέχνης εκείνος, που έως και σήμερα εξακολουθεί να θεωρείται ο σημαντικώτερος εκπρόσωπος της μουσικής αυτής: ο Κλέμενς Κράους (Clemens Krauss). Στις 11 Αυγούστου 1929 διήθυνε στο Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ ένα πρόγραμμα που αποτελείτο αποκλειστικά από έργα Στράους. Εξαιτίας της μεγάλης επιτυχίας συνέχισε να διευθύνει κάθε χρόνο μέχρι το 1933 μια παρόμοια συναυλία. Σταδιακά προστέθηκαν βεβαίως και έργα των άλλων μελών της δυναστείας των Στράους. Οι συναυλίες αυτές αποτελούν τον πρόδρομο της μετέπειτα Πρωτοχρονιάτικης Συναυλίας.
1939: Η πρώτη πρωτοχρονιάτικη συναυλία
Ειδικότερα το ξεκίνημα της παράδοσης της ανά τον κόσμο διασημότερης συναυλίας δεν ανταποκρίνεται στα καθιερωμένα ρομαντικά κλισέ. Συνέπεσε αντιθέτως με την σκοτεινότερη περίοδο στην ιστορία της ορχήστρας, το 1939. Ακριβώς στη φάση εκείνη του συνεχούς αγώνα για την ανεξαρτησία του Συλλόγου τους, οι Φιλαρμονικοί πήραν μια πρωτοβουλία, η σημασία της οποίας δεν ήταν μόνο καλλιτεχνική: Με μια συναυλία αφιερωμένη αποκλειστικά στο έργο της δυναστείας των Στράους, εξέφρασαν την πίστη τους σε μια Αυστρία, που δεν είχε θέση στην κρατούσα αντίληψη εκείνης της εποχής. Η συναυλία αυτή έλαβε χώρα στις 31 Δεκεμβρίου του 1939 στην χρυσοποίκιλτη αίθουσα του Συλλόγου των Φίλων της Μουσικής υπό την διεύθυνση του Κλέμενς Κράους, και έφερε την απλή ονομασία “Έκτακτη Συναυλία”, και εμπλούτισε την πολιτιστική ιστορία της Αυστρίας με ένα ακόμη παράδοξο: Η πρώτη …πρωτοχρονιάτικη συναυλία στην ιστορία της Φιλαρμονικής της Βιέννης δόθηκε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Μια μέρα πρίν άλλωστε είχε δοθεί και μια προκαταρκτική συναυλία που χαρακτηρίστηκε ως “γενική δοκιμή ανοικτή στο κοινό”.
Την πρώτη πραγματική Πρωτοχρονιάτικη Συναυλία διήυθυνε ένα χρόνο και μια μέρα αργότερα, την 1η Ιανουαρίου του 1941 ξανά ο Κλέμενς Κράους, ο οποίος συνέχισε την παράδοση αυτή που ονομάστηκε τότε “Συναυλία Γιόχαν Στράους” ή “Φιλαρμονική Ακαδημία” μεχρι το τέλος του πολέμου. Ακόμα και την ύστατη ώρα, τον Ιανουάριο του 1945, οι Φιλαρμονικοί και ο Κράους παρέμειναν πιστοί σε αυτή τους την έκφραση αγάπης στην Αυστρία και οργάνωσαν μάλιστα και μια επανάληψη στις 2 Ιανουαρίου.
Το 1946 και το 1947 σημειώθηκε μια αλλαγή στην καλλιτεχνική διεύθυνση: Ο Γιόζεφ Κρίπς (Josef Krips) διήυθυνε την Πρωτοχρονιάτικη Συναυλία στην θέση του Κλέμενς Κράους, που την 1 Ιανουαρίου του 1946 έφερε για πρώτη φορά και επισήμως αυτή την ονομασία. Το 1948, μετά την άρση της διετούς απαγόρευσης εμφανίσεων που του είχαν επιβάλει οι σύμμαχοι, ο Κράους επέστρεψε και διήυθυνε μέχρι τον θάνατό του το 1954 επτά Πρωτοχρονιάτικες συναυλίες και δύο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Η παραδοσιακή πλέον προκαταρκτική συναυλία δόθηκε για πρώτη φορά στις 31 Δεκμβρίου του 1952. Σε 13 συνολικά παραγωγές, ο Κλέμενς Κράους κατέστησε την Πρωτοχρονιάτικη Συναυλία ένα εντελώς ξεχωριστό βιεννέζικο καλλιτεχνικό γεγονός. Δεν του ήταν γραφτό, να ζήσει το “άλμα”, που σημείωσε ο θεσμός αυτός μέσω της τηλεόρασης αλλά η ερμηνεία του των έργων της δυναστείας των Στράους, που είναι ευτυχώς επαρκώς καταγεγραμμένη, αποτελεί ακόμη και σήμερα μέτρο σύγκρισης για όλους τους επερχόμενους.
1955-1979: 25 Πρωτοχρονιές με τον Βίλλι Μποσκόφσκυ
Ο αιφνίδιος θάνατος του Κλέμενς Κράους το 1954 δημιούργησε στη Φιλαρμονική πολλά προβλήματα σε σχέση με τη διαδοχή του; χρειάστηκαν αλλεπάλληλες συνελεύσεις, πρωτού αποφάσισαν να εμπιστευθούν την καλλιτεχνική διεύθυνση στο πρώτο βιολί Βίλλι Μποσκόφσκυ (Willi Boskovsky). Η επιλογή αυτή, που στην αρχή αμφισβητήθηκε πολύ, απεδείχθη εκ των υστέρων μια από τις ευτυχέστερες αποφάσεις που έχουν να επιδείξουν τα πρακτικά του συλλόγου: Εικοσιπέντε φορές, από το 1955 έως το 1979, διήυθυνε ο Μποσκόφσκυ αυτή την συναυλία και τη σημάδεψε τόσο καίρια, που η αποχώρησή του λόγω ασθενείας σήμανε το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Εκπροσωπούσε την παλιά Αυστρία, που κατά τα άλλα δεν επιβιώνει σήμερα παρά μόνο στις νοσταλγικές ονειροπολήσεις και στη μαγεία της μουσικής του Στράους. Εκείνος ήξερε να την επικαλείται όπως κανένας άλλος, όταν έπαιρνε στο χέρι το βιολί και ξεχνούσε τον κόσμο γύρω του κι έκανε και τους άλλους να τον ξεχνούν. Στην εποχή Μποσκόφσκι καθιερώθηκε επίσης και μια πρόσθετη προκαταρκτική συναυλία για τον Αυστριακό στρατό, που γινόταν μέχρι και το 1998 στις 30 Δεκεμβρίου, και βέβαια η ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση από την Αυστριακή Τηλεόραση, πού πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1959 και ανέδειξε τη συναυλία παγκοσμίως σε πεμπτουσία της βιεννέζικης μουσικής κουλτούρας.
1980: Ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της πρωτοχρονιάτικης συναυλίας
Όταν ο Βίλλι Μποσκόφσκυ αναγκάστηκε να ακυρώσει το 1980, η διοίκηση της Φιλαρμονικής βρέθηκε μπροστά σε μια αποφασιστική καμπή: Με τον Λορίν Μααζέλ (Lorin Maazel) επελέγη ένας διεθνώς αναγνωρισμένος μαέστρος, ο οποίος διήυθυνε και όλες τις συναυλίες μέχρι και αυτήν της πρώτης Ιανουαρίου του 1986. Έπειτα οι μουσικοί συμφώνησαν τη μετάκληση ενός διαφορετικού κάθε φορά διευθυντή. Την αρχή έκανε το 1987 ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν (Herbert von Karajan) με μια αξέχαστη συναυλία, και ακολούθησαν οι Κλαούντιο Αμπάντο (Claudio Abbado)1988 και 1991, Κάρλος Κλάιμπερ (Carlos Kleiber) 1989 και 1992, Τζούμπιν Μέτα (Zubin Mehta) 1990, 1995 και 1998), Ρικκάρντο Μούτι (Riccardo Muti) 1993, 1997, 2000 και 2004), ξανά ο Λορίν Μααζέλ 1994, 1996, 1999 και 2005), ο Σεΐζι Οζάουα (Seiji Ozawa) 2002 καθώς και ο Νικολάους Αρνονκούρ (Nikolaus Harnoncourt) 2001 και 2003. Σε κάθε περίπτωση, διευθυντές ορχήστρας που ανήκουν στον περιορισμένο κύκλο εκείνων που συνεργάζονται μόνιμα με τη Φιλαρμονική. Την πρωτοχρονιάτικη συναυλία 2006, που για πρώτη φορά και κατ’ εξαίρεσιν συμπεριλαμβάνει και ένα έργο του Μότσαρτ, διηύθυνε για πρώτη φορά ο Λεττονός μαέστρος Μάρις Γιάνσονς (Mariss Jansons).