Την Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου στις 12:00 το μεσημέρι στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, απονέμονται “Βραβεία Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής” καθώς και τα βραβεία “Κάρολος Κουν”. Ο πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών, Κυριάκος Λουκάκος, μας μιλά για τα βραβεία, τις δραστηριότητες της Ένωσης και τον ρόλο της κριτικής σήμερα.

Πάρις Κωνσταντινίδης: Η ιστορία της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών χάνεται στο α΄ μισό του περασμένου αιώνα…
Κυριάκος Λουκάκος: Πράγματι η Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών είναι από τους παλαιότερους πνευματικούς συλλόγους της χώρας. Ιδρύθηκε το 1928, πριν από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών το 1929, πριν ακόμα και από το Εθνικό Θέατρο που ιδρύθηκε το 1932.
Το πρώτο βήμα όμως για την ίδρυσή της, είχε γίνει το απόγευμα της 16ης Νοεμβρίου 1927, στην Ακαδημία Αθηνών, που διήνυε τότε το δεύτερο χρόνο ζωής της. Ήταν πρωτοβουλία του θεατρικού κριτικού της “Εστίας”, Ανδρέα Ανδρεάδη. Σε αυτήν τη συνάντηση συμμετείχαν οι μουσικοί κριτικοί: Ιωάννης Ψαρούδας (Ελευθέρο Βήμα), Αλέξανδρος Ευστρατιάδης (Σκριπ), Ιωσήφ Παπαδόπουλος-Γκρέκας (Πρωία), Νικόλαος Βεργωτής (Μουσικά Χρονικά) και οι θεατρικοί κριτικοί: Ελένη Νεγρεπόντη (Νέα Εστία), Γεώργιος Πολίτης (Πρωία).
Π.Κ.: Σε αντίθεση με ότι συμβαίνει συνήθως, αυτή η Ένωση αποτελείται ταυτοχρόνως και από θεατρικούς και από μουσικούς κριτικούς. Υπήρχαν μέλη της Ένωσης που έγραφαν και για τα δύο;
K.Λ.: Δεν νομίζω ότι συνέβαινε κάτι τέτοιο, αν και δεν το γνωρίζω με ακρίβεια. Η αλήθεια είναι ότι δεν γνωρίζουμε σε βάθος την ιστορία της Ένωσης. Προσπαθούμε όμως να την ανακαλύψουμε. Έχουμε φτιάξει μία ιστοσελίδα μέσα από την οποία ευελπιστούμε να βοηθήσουμε να προωθηθεί η θεατρολογική και μουσικολογική έρευνα.
Π.Κ.: Πράγματι η ιστοσελίδα που έχετε φτιάξει είναι ιδιαίτερα αξιόλογη και αρκετά χρηστική. Πώς δουλέψατε σχετικά με το αρχείο θεατρικών και μουσικών κριτικών που προβάλλονται σε αυτήν;
K.Λ.: Σκοπεύουμε να συγκεντρώσουμε όλες τις κριτικές που έχουν γραφεί για το θέατρο και τη μουσική. Αυτή είναι μια δουλειά που δεν έχει ξαναγίνει. Για να έχουμε μια βάση εκκίνησης, θέσαμε ως συμβατική αφετηρία το 1928, έτος ιδρύσεως της Ένωσης.
Το υλικό που έχουμε συγκεντρώσει, το έχουμε ταξινομήσει κατά: κριτικούς, έντυπα, συνθέτες, τίτλους παράστασης, σολίστες, διευθυντές ορχήστρας ή σκηνοθέτες -τα κριτήρια αναζήτησης διαφοροποιούνται μεταξύ κειμένων κριτικής θεάτρου και μουσικής-, ρεπερτόριο και χρονολογία. Με βάση τα παραπάνω κριτήρια ή και με ελεύθερη αναζήτηση μπορεί ο επισκέπτης της ιστοσελίδας μας να αναζητήσει και να διαβάσει τις κριτικές που τον ενδιαφέρουν.
Έχει ολοκληρωθεί το πρώτο μέρος της προσπάθειάς μας και φιλοδοξούμε να μπορέσουμε να τη συνεχίσουμε, ενδεχομένως με τη συνεργασία του ευρωπαϊκού προγράμματος της “Κοινωνίας της Πληροφορίας” και το “Υπουργείο Πολιτισμού” που μας είχαν χρηματοδοτήσει με 65.000 ευρώ και 15.000 ευρώ αντίστοιχα.
Στόχος μας είναι να εμπλουτίσουμε το αρχείο θεατρικών και μουσικών κριτικών, που είναι, εξάλλου, ευχερώς προσβάσιμο στον μελετητή αλλά και στον απλό θιασώτη αυτών κειμένων, τα οποία μπορούν να δώσουν πολύτιμα ιστορικά στοιχεία.
Π.Κ.: Αυτή η προσπάθεια όμως γίνεται εν μέσω αρκετών δυσκολιών που αντιμετωπίζει η Ένωση…
K.Λ.: Είναι γεγονός ότι τα πνευματικά σωματεία βαθμιαία αποξενώνονται από την Πολιτεία. Δεν υπάρχει καμία στήριξη, καμία ενθάρρυνση για να παραμείνουν κάποια στοιχεία έξω από την εμπορευματοποίηση. Σε αυτό συμβάλλουμε, δυστυχώς, συχνά και εμείς οι ίδιοι που λησμονούμε το συλλογικό σκοπό για την υπηρέτηση προσωπικών στόχων.
Σε κάθε περίπτωση, ήδη από την εποχή της υπουργίας Ευάγγελου Βενιζέλου, η Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών έχει εξωσθεί , όπως εξάλλου και η Ένωση Ελλήνων Μουσουργών, από τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών που βρισκόταν στην οδό Μητροπόλεως. Εκεί είχαμε ένα μικρό χώρο, ίσα-ίσα για να στεγάζουμε το αρχείο μας. Έκτοτε αναγκαστήκαμε με ίδια έξοδα να νοικιάσουμε κάποιο μικρό χώρο. Δυστυχώς δεν έχουμε καμία οικονομική ενίσχυση με αποτέλεσμα να μην έχουμε περιθώριο μεγάλων πρωτοβουλιών.
Ως πρόεδρος της Ένωσης από το 2005 έχω ζητήσει ήδη δύο φορές συνάντηση με τον γενικό γραμματέα του Υπουργείου Πολιτισμού, αλλά δεν έτυχα ανταπόκρισης. Έχω, περαιτέρω, απευθύνει έγγραφα αιτήματα οικονομικής στήριξης της Ένωσης για συνεδριακές και άλλες εκδηλώσεις, (ενημέρωση της επετηρίδας, κλπ), αλλά το Υπουργείο σιωπά…
Π.Κ.: Παρόλα αυτά δεν μένετε αδρανείς. Ποιες προσπάθειες κάνετε για να ενισχύσετε τις δραστηριότητες της Ένωσης;
K.Λ.: Προσπαθούμε να προσδεθούμε σε κάποιους ισχυρότερους θεσμούς, όπως με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Θεάτρου και με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Σας επισημαίνω, κύριε Κωνσταντινίδη, ότι το Ευρωπαϊκό Βραβείο Θεάτρου διοργανώνεται για δεύτερη φορά τον Απρίλιο του 2008 στη Θεσσαλονίκη, με την οποία υπάρχει προοπτική περαιτέρω συνεργασίας. Η Ένωση θα είναι παρούσα με συνεδριακή εκδήλωση που προετοιμάζει τριμελής Επιτροπή συναδέλφων σε συνεργασία με τη Διεθνή Ένωση Κριτικών Θεάτρου, την οργανωτική Γραμματεία του Ευρωπαϊκού Βραβείου Θεάτρου και, φυσικά, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.
Επίσης συνεργαζόμαστε για πάνω από 10 χρόνια με τον Πολιτισμικό Οργανισμό του Δήμου Αθηναίων, με τη στήριξη του οποίου διοργανώνουμε τα “Βραβεία Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής” και τα βραβεία του Δήμου Αθηναίων “Κάρολος Κουν”, που όλα τελούν υπό την αιγίδα του Δήμου. Τα τελευταία σχόλαζαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρις ότου ο Δήμος τα εμπιστεύθηκε σε εμάς. Τα αποτελέσματα έχουν, θεωρώ, δικαιώσει την επιλογή του Δήμου, με τον οποίο η συνεργασία μας είναι στενή και άριστη.
Π.Κ.: Κάθε πότε απονέμονται τα “Βραβεία Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής” καθώς και τα βραβεία “Κάρολος Κουν”;
K.Λ.: Η μεγάλη τελετή μας λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο, μία από τις πρώτες Δευτέρες του Δεκέμβρη, συγκεκριμένα φέτος στις 10 Δεκεμβρίου στις 12:00 στην αίθουσα Δημήτρη Μητρόπουλου του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, όπου γίνεται η παρουσίαση της δουλειάς όλων των υποψηφίων και ακολουθεί η βράβευση.
Π.Κ.: Ποιους τομείς θεατρικής και μουσικής ζωής αφορούν τα βραβεία;
K.Λ.: Καταρχάς έχουμε τα βραβεία “Κάρολος Κουν” που είναι σκηνοθεσίας, ηθοποιίας και δραματουργίας ελληνικού έργου. Τα “Βραβεία Θεάτρου” είναι το μεγάλο “Βραβείο Θεάτρου” και οι τιμητικές διακρίσεις σε θεατρολογικό σύγγραμμα, σε οργανισμό που δραστηριοποιείται στην περιφέρεια και σε νέο δημιουργό του θεάτρου.
Υπάρχουν και τα πέντε βραβεία κριτικών μουσικής που είναι το αντίστοιχο μεγάλο “Βραβείο Μουσικής” και οι τιμητικές διακρίσεις σε μουσικολογικό σύγγραμμα, σε οργανισμό που δραστηριοποιείται στην περιφέρεια, σε δίσκο ελληνικού ενδιαφέροντος και σε νέο ή πρωτοεμφανιζόμενο καλλιτέχνη.
Όλα τα βραβεία μας είναι συνδεδεμένα με συγκεκριμένο γεγονός, όπως για παράδειγμα συγκεκριμένο βιβλίο ή δίσκο, κτλ. Δεν απονέμουμε δηλαδή τα λεγόμενα lifetime achievement awards. Ειδικά, όμως, για τα Μεγάλα Βραβεία Θεάτρου και Μουσικής συνεκτιμάται και η συνολική πορεία του τιμώμενου προσώπου.
Π.Κ.: Ποιοι αποφασίζουν σε ποιους πρέπει να απονεμηθούν τα βραβεία;
K.Λ.: Τα βραβεία δίδονται από δύο πενταμελείς επιτροπές, που αλλάζουν, στο μέτρο του δυνατού, κάθε χρόνο. Οι επιτροπές ορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο. Προεδρεύονται από κριτικό θεάτρου ή μουσικής που να ανήκει, αν είναι δυνατόν, στο προεδρείο ή έστω στο διοικητικό συμβούλιο ώστε να υπάρχει λειτουργική διασύνδεση των επιτροπών με την Ένωση.
Π.Κ.: Η κριτική όμως, ιδίως στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αντιμετωπίζει τον κίνδυνο του εξοστρακισμού από το δημόσιο λόγο. Οι εφημερίδες, σε ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ, προφασιζόμενες περικοπή δαπανών, έκοψαν τις στήλες κριτικής της τέχνης. Οι έντονες αντιδράσεις που υπήρξαν από τους διευθυντές ορχηστρών και λυρικών θεάτρων, δεν κατάφεραν να αποτρέψουν το γεγονός…
K.Λ.: Μου θίγετε δύο σκέλη προβληματισμού. Πρώτα από όλα, αυτήν τη θεωρώ αναμενόμενη εξέλιξη. Επιτρέψτε μου να θεωρήσω προσχηματική την επίκληση περικοπής δαπανών. Πιστεύω ότι η απομάκρυνση από το συγκεκριμένο στυλ παλαιού εκδότη, όπου ο εκδότης ήταν εκδότης και τίποτα άλλο, ούτε εργολάβος, ούτε επιχειρηματίας, αλλά μόνον εκδότης, έχει δημιουργήσει υπόγεια συνύφανση συμφερόντων και δραστηριοτήτων που καθιστούν την κριτική ανεπιθύμητη. Σκεφθείτε, φερειπείν, κάποιον που χορηγεί μια εκδήλωση ή έναν κύκλο εκδηλώσεων και ταυτοχρόνως έχει στην ιδιοκτησία του ένα έντυπο. Πόσο ευπρόσδεκτη θα ήταν μια ειλικρινής κριτική με επισήμανση αδυναμιών; Γι αυτόν τον λόγο, παρατηρεί κανείς και στην Ελλάδα, μεγάλες εφημερίδες, με μεγάλο και σταθερό τιράζ, το οποίο δεν εξαρτάται από τις προσφορές, να έχουν επιλέξει να μην έχουν στήλη μουσικής κριτικής. Το θέατρο ακόμη αμύνεται.
Αποτελεί ευχάριστη είδηση το γεγονός ότι οι διευθυντές ορχηστρών και λυρικών θεάτρων της Αμερικής αντέδρασαν σε αυτό και θα με εξέπληττε αν αποτελούσε αντίδραση των ελληνικών θεσμών. Στην Ελλάδα, ελλείψει θεσμικού παρελθόντος σε όλα αυτά, είμαστε ελάχιστα συμβιβασμένοι με την αποστολή που πρέπει να έχει ένας κριτικός. Η αποστολή του δεν είναι να είναι ευχάριστος, να κολακεύει. Η αποστολή του είναι να κρίνει. Δυστυχώς ζει κανείς, κι εγώ προσωπικά, κάποιες αντιδράσεις που δείχνουν ότι δεν γίνεται αποδεκτός αυτός ο ρόλος. Δεν είναι παγιωμένη συνείδηση ότι ο κριτικός επιτελεί ένα λειτούργημα, ότι για την Τέχνη και αυτός αγωνίζεται, κι ότι η κριτική του δεν αποτελεί εξ αποκαλύψεως τοποθέτηση, αλλά πάντοτε και εξ ορισμού πρόσκληση για τεκμηριωμένο διάλογο με τον αναγνώστη, στο πλαίσιο του οποίου, φυσικά, και ο ίδιος κρίνεται.
Επιμένω σε αυτό! Κάθε κριτική, ακόμη και η πλέον απορριπτική, οφείλει να αποτελεί πρόταση διαλόγου προς μία ιδεατή άλλη πλευρά, του αναγνώστη, ο οποίος μπορεί να έχει τη δική του κριτική άποψη, αλλά και τους άμεσα εμπλεκόμενους, τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Πάντοτε υπάρχει η δυνατότητα να απαντήσει κανείς, όμως φοβάμαι ότι η κουλτούρα του πραγματικού διαλόγου δεν είναι ανεπτυγμένη…
Π.Κ.: Υπάρχει η άποψη, κυρίως στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ότι το επάγγελμα του κριτικού, δεν είναι παρά ελιτισμός. Ακούγονται επιχειρήματα όπως: Ποιος χρειάζεται αυτόν τον “ειδήμονα” να μας πει τι θα ακούμε; Ο καταναλωτής μουσικής είναι ο μόνος ανιδιοτελής ακροατής. Τώρα με την άνθιση των ιστολογίων, μπορεί ο καθένας να γράφει την άποψή του, επομένως γιατί να έχουμε τους κριτικούς;
K.Λ.: Ο προβληματισμός που θέτετε, αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου. Αναφερθήκατε σε “καταναλωτή” μουσικής. Η αλήθεια είναι ότι όλη αυτή η κατεύθυνση, η προσπάθεια τείνει να μας μετατρέψει σε καταναλωτές πραγμάτων…
Όπως προανέφερα, και ο κριτικός κρίνεται, τόσο από τους αναγνώστες και τους καλλιτέχνες, όσο και από τους άλλους κριτικούς. Ο κριτικός παρέχει βήμα για σοβαρό και τεκμηριωμένο διάλογο. Τα ιστολόγια δεν παρέχουν τέτοιο βήμα. Μπορεί να είναι πολύ καλό βήμα εκδήλωσης των θεατών ή των ακροατών, αλλά δεν υποκαθιστούν την κριτική, για τον ίδιο λόγο που κι ο Πλάτων ο ίδιος θεωρούσε ότι για κάθε αντικείμενο οφείλει να ζυγίζει η άποψη των επαϊόντων. Το έχει επαναλάβει κι ο Καβάφης στο γνωστό του ποίημα για τον έπαινο των σοφιστών. Έχει σημασία ο έπαινος ή ο ψόγος των σοφιστών, γιατί θέτει μία βάση εμπειρογνωμοσύνης πάνω στην οποία θα διεξαχθεί ο διάλογος.
Από τη μικρή επαφή που έχω με τα ιστολόγια, μου κάνει εντύπωση ότι σε αυτά γίνεται επίκληση των κριτικών που γράφουν στο τύπο, σαν όπλα στη φαρέτρα αυτού που επιχειρηματολογεί κάθε φορά. Κάθε είδος έχει την ανάγκη των αναφορών του. Τις αναφορές της κλασικής μουσικής, π.χ., που αποτελούν το δικό μου αντικείμενο, τις υπερασπίζονται οι μουσικοκριτικοί. ’λλοι με επαρκή και άρτιο τρόπο και άλλοι με λιγότερο καλό και λιγότερο πλήρη. ’λλοι ανιδιοτελώς, ως οφείλουν, και άλλοι υποκύπτοντας στους πειρασμούς Όλοι κρινόμαστε καθημερινά και γι αυτό…
Ωστόσο η κριτική δεν υποκαθίσταται. Μπορεί κάτι τέτοιο να ήταν βολικό για τους εμπλεκόμενους καλλιτέχνες σε πρώτο επίπεδο, αλλά στο βάθος τους χρόνου, αυτοί που θα πληγούν, θα είναι οι ίδιοι οι καλλιτέχνες, ιδίως οι καλοί, εκείνοι που θα αγωνίζονται να φτάσουν πολύ ψηλά τον πήχυ και δεν θα έχουν το κατάλληλο κοινό για να εκτιμήσει την έκταση της δικής τους προσπάθειας.
Όλη αυτή η προσπάθεια ομογενοποίησης του χώρου, ότι δηλαδή ο καθένας μπορεί να αποφαίνεται επί παντός επιστητού, αποτελεί στην ουσία μία έκφανση της κρίσης του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος, το οποίο ισοπεδώνει τους πάντες και δεν αναγνωρίζει αυθεντίες. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο λοιπόν, υπάρχει λόγος να υπάρξει κάποια αντίσταση από πυρήνες που τουλάχιστον θα προσπαθήσουν να κρατήσουν ένα σκελετό σε αυτά τα πράγματα. Αλλιώς κινδυνεύουμε να υποστούμε τη δικτατορία της εμπορευματοποίησης και του καθωσπρεπισμού, που κρύβεται πίσω από αυτήν, που απαγορεύει την αποδοκιμασία, που επιβάλει μόνο το χειροκρότημα και που έχει με αυτόν τον τρόπο απονευρώσει το ίδιο το κοινό. Η κριτική είναι το τελευταίο προπύργιο αντίστασης σε αυτήν την ομογενοποίηση των πάντων.
Π.Κ.: Μέσα σε αυτό το κλίμα, φαντάζομαι ότι η Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών θα έχει ήδη θέσει τους στόχους της για τα επόμενα χρόνια. Ποιοι είναι αυτοί;
K.Λ.: Οι στόχοι της Ένωσης είναι αφενός να διαφυλάξει, όσο αυτό είναι δυνατόν, το λειτουργηματικό χαρακτήρα άσκησης της κριτικής και τη δεοντολογία που πρέπει να τη διέπει, να βοηθήσει μέσω της δημοσίευσης του αρχείου της στην ιστοσελίδα της την θεατρολογική και μουσικολογική έρευνα, και να ενισχύσει τη συνεργασία της με τους εσωτερικούς θεσμικούς παράγοντες του χώρου της Τέχνης και, φυσικά, με τους αντίστοιχους διεθνείς θεσμούς. Τέλος ευελπιστούμε να ευαισθητοποιήσουμε την πολιτεία να στηρίξει τέτοιες προσπάθειες, από τις οποίες δεν έχει να φοβηθεί, αλλά αντίθετα θα αποκομίσει πολλαπλά οφέλη, αφού αυτές οι προσπάθειες είναι εκείνες που θα τραβήξουν προς την κατεύθυνση της ποιότητας και θα επηρεάσουν ανοδικά το γενικό επίπεδο του πολιτισμού στην Ελλάδα.
Π.Κ.: Σας ευχαριστώ πολύ.