classicalmusic.gr

Η κλασική μουσική στην Ελλάδα!

Ο Λευτέρης Γαβαλάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 2004 και είναι κλασικός πιανίστας. Είναι διπλωματούχος με τις υψηλότερες βαθμολογίες και διακρίσεις του Diplôme Supérieur και του Diplôme de Virtuosité της Schola Cantorum de Paris, από την τάξη της διεθνούς φήμης πιανίστριας και παιδαγωγού Αγάθης Λεϊμονή…

Δημήτρης Κιουσόπουλος

Δημοσιογράφος

Ο Δημήτρης Κιουσόπουλος είναι μουσικός κριτικός και δημοσιογράφος. Σπούδασε ιστορία, αρχαιολογία, και κλασικές σπουδές στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Εδιμβούργου και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές ιστορίας με έμφαση στην κοινωνική ιστορία της μουσικής και της όπερας στην École des Hautes Etudes en Sciences Sociales, Παρίσι, το Berliner Kolleg für Vergleichende Geschichte Europas (BKVGE Freie Universität / Humboldt-Universität) Βερολίνο, και το Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο, Φλωρεντία.

Ο πιανίστας Λευτέρης Γαβαλάς συστήνεται

Πότε και πώς ήρθατε για πρώτη φορά σε επαφή με τη μουσική;

Η πρώτη επαφή με τη μουσική ουσιαστικά προηγήθηκε της γέννησής μου. Ο πατέρας μου, Γιώργος Γαβαλάς, υπήρξε κορυφαία μορφή της ελληνικής τζαζ και της ροκ δωματίου. Το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα ήταν απόλυτα διαποτισμένο από ήχους, ρυθμούς και αναζητήσεις. Η μουσική δεν ήταν απλώς παρούσα στο σπίτι μας – ήταν η ζωή μας.

Παράλληλα, από πολύ μικρή ηλικία, η μητέρα μου επέλεγε να ακούμε, μεταξύ άλλων,  όπερες, με κυρίαρχη ανάμνηση τη «Norma» του Bellini από τη Μαρία Κάλλας. Η φωνή της Κάλλας και η συναισθηματική ένταση αυτής της μουσικής άσκησαν καθοριστική επίδραση στην ευαισθησία και τη φαντασία μου. Μπορώ να πω ότι η μουσική υπήρξε για μένα πρωτογενής εμπειρία, προτού γίνει αντικείμενο σπουδής ή καλλιτεχνικής επιδίωξης.

Ποιος ή τι ήταν αυτό που σας ώθησε να ασχοληθείτε επαγγελματικά με τη μουσική;

H αγάπη που έχω μέσα μου για αυτήν. Πιστεύω πως η μουσική θεραπεύει και θέλω με τις ταπεινές δυνάμεις μου να συμβάλω κι εγώ σε αυτήν τη «θεραπευτική διαδικασία».

Πώς επιλέξατε το όργανο με το οποίο ασχοληθήκατε;

Από πολύ μικρή ηλικία δοκίμαζα διάφορα όργανα –κιθάρα, κρουστά, μεταλλόφωνο– πάντα με περιέργεια και χαρά. Η καθοριστική στιγμή, όμως, ήρθε όταν ήμουν τεσσάρων ετών: ένα βράδυ, ο πατέρας μου έφερε στο σπίτι ένα αρμόνιο από το στούντιό του. Και, ναι, θα πω το κλισέ, αλλά μόνο γιατί είναι αλήθεια, μαγεύτηκα. Όλα εκείνα τα κουμπιά που έβγαζαν ήχους ήταν για μένα ένας καινούργιος κόσμος, γεμάτος χρώμα και δυνατότητες. Από εκείνη την ημέρα, το κλαβιέ έγινε το μέσο για να εκφράζομαι, σκέφτομαι, αναπνέω. Δεν υπήρξε πια επιστροφή· μόνο πορεία προς τα μέσα.

Πού σπουδάσατε και ποιοι δάσκαλοι σας διαμόρφωσαν;

Τα πρώτα μου βήματα τα έκανα με τη Φωτεινή Τριανταφύλλου, από τη νηπιακή ηλικία. Συνέχισα με τη Χριστίνα Παντελή. Η συμβολή και των δύο ήταν σημαντική στις σπουδές μου. Τώρα, τα τελευταία τρία χρόνια, συνεχίζω με τη μοναδική, διεθνούς φήμης πιανίστα και παιδαγωγό Αγάθη Λεϊμονή, στη Schola Cantorum του Παρισιού (μόλις τον περασμένο Νοέμβριο έλαβα το Diplôme de Virtuosité) και στο Ελληνικό Ωδείο. Είναι μεγάλη τύχη να με διδάσκει, της είμαι βαθιά ευγνώμων.

Ο πιανίστας Λευτέρης Γαβαλάς συστήνεται
Ο πιανίστας Λευτέρης Γαβαλάς
Έχετε συμμετάσχει σε διαγωνισμούς;

Έχω συμμετάσχει σε αρκετούς διαγωνισμούς, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, ανάμεσα στους οποίους είναι ο Διεθνής Διαγωνισμός «Città di Spoleto», όπου απέσπασα το τρίτο βραβείο, και ο 1ος Διαγωνισμός Piano Magic, που πραγματοποιήθηκε το περασμένο καλοκαίρι στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός, στον οποίο τιμήθηκα με το πρώτο βραβείο και είχα την ευκαιρία να δώσω ρεσιτάλ στο πλαίσιο της διοργάνωσης.

Υπήρξε κάποιος από αυτούς που σας ώθησε καθοριστικά στην επαγγελματική σας δραστηριότητα;

Παρότι οι διαγωνισμοί αποτελούν για πολλούς μουσικούς ένα χρήσιμο μέσο ανάδειξης και εμπειρίας, προσωπικά προσεγγίζω τον θεσμό αυτό με κάποια επιφύλαξη. Η μουσική, για μένα, είναι ένας ζωντανός οργανισμός έκφρασης και επικοινωνίας – δύσκολα μπορεί να αποτιμηθεί ή να συγκριθεί με περιστασιακούς όρους. Ορισμένοι διαγωνισμοί μού προσέφεραν πράγματι πολύτιμα ερεθίσματα και ευκαιρίες, ωστόσο θεωρώ πως δεν πρέπει να αποτελούν αυτοσκοπό, ούτε να λειτουργούν ως απόλυτο κριτήριο αξίας ενός καλλιτέχνη. Αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι η εξέλιξη, η ποιότητα του έργου και το ανθρώπινο αποτύπωμα της μουσικής πράξης.

Πότε και πού κάνατε την πρώτη σας δημόσια εμφάνιση;

Αν και από τις αρχές των πιανιστικών σπουδών μου είχα εμφανιστεί πολλές φορές στις ωδειακές συναυλίες, η πρώτη σημαντική εμφάνιση ήταν το 2012 στην Aίθουσα των Εσπερίδων του Νομισματικού Μουσείου της Αθήνας, στο πλαίσιο του εορτασμού ημέρας μουσείων και μνημείων. Έπαιξα αποσπάσματα από το Album for the Young  του Tchaikovsky και το τελευταίο από τα Πέντε Κομμάτια του Sibelius, Op. 75 No. 5.

Ποια από τις  εμφανίσεις σας θα σας μείνει αξέχαστη;

Εκείνη στο Kasteel d’Ursel του Βελγίου τον Μάρτιο του 2025, στο πλαίσιο της Primavera Pianistica – Aquiles Delle Vigne International Piano Academy. Ήταν ένα περιβάλλον σχεδόν ονειρικό: ένα ιστορικό κάστρο βγαλμένο από άλλη εποχή, γεμάτο σιωπή, ιστορία, και μια αίσθηση βαθιάς συγκέντρωσης. Εκεί ερμήνευσα ένα από τα πιο αγαπημένα μου έργα, τη Fantasie σε φα δίεση ελάσσονα του Mendelssohn – ένα κομμάτι που κουβαλά ένταση, εσωτερικότητα και λυρική δύναμη.

Ποιες είναι οι προτιμήσεις σας στην επιλογή του ρεπερτορίου σας;

Οι προτιμήσεις μου εστιάζονται κυρίως στο κλασικό και προκλασικό ρεπερτόριο, με ιδιαίτερη έμφαση σε έργα που απαιτούν αυστηρό έλεγχο της μορφής, καθαρότητα ύφους και ερμηνευτική ωριμότητα. Με ενδιαφέρουν συνθέτες που απαιτούν υψηλό βαθμό πνευματικής συγκέντρωσης και στιλιστικής ευαισθησίας – όπως ο Μπαχ, ο Μπετόβεν και ο Μότσαρτ.

Στον Μπαχ με ελκύει ιδιαίτερα η πολυφωνία και η εσωτερική αρχιτεκτονική της μουσικής, η οποία απαιτεί λεπτομερή εργασία στη φρασεολογία, στην αρμονική κατεύθυνση και στην ανεξαρτησία των φωνών. Από την άλλη, η όψιμη γραφή του Μπετόβεν, με τον στοχαστικό χαρακτήρα της και την οργανική σύνθεση δομής και έκφρασης, αποτελεί για μένα ένα πεδίο συνεχούς εμβάθυνσης. Ο Μότσαρτ, τέλος, με την ιδιότυπη ισορροπία ανάμεσα στην ελαφρότητα της επιφάνειας και τη δραματική ουσία που υποφώσκει, με απασχολεί διαρκώς ως πρότυπο μουσικής ρητορικής και οικονομίας μέσων.

Σε γενικές γραμμές, αισθάνομαι ότι μου ταιριάζουν έργα που απαιτούν όχι απλώς δεξιοτεχνία, αλλά και πειθαρχία στην άρθρωση, ακρίβεια στον ήχο και βάθος στην ερμηνευτική σκέψη.

Ποιο μουσικό όνειρο θα θέλατε να πραγματοποιήσετε;

Να ερμηνεύσω το 4ο Κοντσέρτο για πιάνο του Μπετόβεν –ένα έργο που αποτελεί, για μένα, κορύφωση εσωτερικού διαλόγου και πνευματικής λεπτότητας– υπό τη διεύθυνση του Θεόδωρου Κουρεντζή και με την ορχήστρα του, την Utopia. Θαυμάζω βαθύτατα τη μουσική του ευφυΐα: τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει το ρεπερτόριο με πάθος, πειθαρχία και μια σχεδόν τελετουργική ένταση, αποκαλύπτοντας νέες διαστάσεις ακόμη και σε έργα που νομίζαμε πως γνωρίζαμε καλά. Θα ήταν για μένα μια σημαντική ευκαιρία να μάθω και να εξελιχθώ μέσα από μια τόσο σπουδαία μουσική προσωπικότητα και ορχήστρα.

Πώς θα προτείνατε να προσεγγίσουμε τους νέους για να ασχοληθούν με την κλασική μουσική;

Οι νέοι δεν χρειάζονται απλώς να ακούσουν την κλασική μουσική· χρειάζονται να τη νιώσουν. Να καταλάβουν ότι δεν είναι κάτι ξεπερασμένο ή απόμακρο, αλλά μια ζωντανή γλώσσα συναισθημάτων που έχει αντέξει στους αιώνες γιατί μιλάει στην καρδιά. Η μουσική του Μότσαρτ, του Σούμπερτ, του Σκριάμπιν – δεν γράφτηκε για τις αίθουσες, αλλά για την ψυχή. Και η ψυχή δεν έχει ηλικία.

Ως πιανίστας και νέος άνθρωπος, νιώθω πως η ευθύνη μας είναι να είμαστε γέφυρα: να φέρουμε αυτήν τη μουσική στα χέρια, στα μάτια και στα αυτιά της δικής μας γενιάς. Όχι με διδακτισμό, αλλά με πάθος. Όχι με φόβο μήπως «χαθεί» το κλασικό ιδανικό, αλλά με χαρά που μπορεί να πάρει νέα πνοή.

Η κλασική μουσική δεν χρειάζεται να μεταμφιεστεί για να συγκινήσει. Αρκεί να παρουσιαστεί με ειλικρίνεια, ενέργεια και αγάπη – κι αυτοί που έχουν ανοιχτή καρδιά, θα τη νιώσουν σαν κάτι δικό τους. Όπως συνέβη και σε μένα.

Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίζει μία/ένας νέος μουσικός στην Ελλάδα και τον κόσμο σήμερα;

Η πορεία ενός νέου μουσικού σήμερα μοιάζει συχνά με πορεία σε ανηφόρα. Στην Ελλάδα, ξεκινάμε με μια βαθιά αγάπη για τη μουσική, αλλά πολλές φορές χωρίς την απαραίτητη θεσμική υποστήριξη. Η εκπαίδευση βασίζεται κυρίως στην ιδιωτική πρωτοβουλία, τα ωδεία λειτουργούν με περιορισμένα μέσα, και η πρόσβαση σε σύγχρονες μουσικές σπουδές ή και σε απλά, αξιοπρεπή όργανα γίνεται για κάποιους προνόμιο.

Προχωρώντας προς την επαγγελματική ζωή, έρχεται η πρόκληση της επιβίωσης. Οι αμοιβές είναι συχνά δυσανάλογες με τον κόπο και την αφοσίωση που απαιτεί η τέχνη μας. Η ψηφιακή εποχή μάς προσφέρει τεράστιες ευκαιρίες – αλλά και μια νέα μορφή πίεσης: να είμαστε διαρκώς παρόντες, να παράγουμε περιεχόμενο, να «φανούμε». Όλα αυτά μεταμορφώνουν τον μουσικό σε έναν πολυεργαλειακό δημιουργό-μάνατζερ-διαφημιστή.

Και κάπου εκεί, πίσω από τις νότες και τα φώτα της σκηνής, έρχεται η πιο σιωπηλή πρόκληση: η ψυχική υγεία. Πολλοί νέοι μουσικοί παλεύουν με το άγχος, τη μοναξιά, την αβεβαιότητα. Ζούμε σε έναν κόσμο που μας ζητεί να είμαστε «δυνατοί» και «παραγωγικοί», αλλά η μουσική είναι μια τέχνη που ζητεί ευαισθησία. Η δημιουργία θέλει χώρο για ησυχία, για αποτυχία, για σιωπή. Και αυτά δεν είναι εύκολο να τα βρεις όταν ο ρυθμός της καθημερινότητας χτυπά πιο δυνατά από το μετρονόμο της ψυχής.

Κι όμως – μέσα σε όλα αυτά, υπάρχει κάτι ανίκητο: η ίδια η δύναμη της μουσικής. Είναι αυτή που μας ενώνει, μας θεραπεύει και μας δίνει φωνή όταν δεν υπάρχουν λόγια. Είναι αυτή που μας κάνει να συνεχίζουμε, να ονειρευόμαστε, να στηρίζουμε ο ένας τον άλλον. Αν καταφέρουμε να δημιουργήσουμε κοινότητες, χωρίς στείρο ανταγωνισμό, τότε ακόμα και οι πιο δύσκολοι δρόμοι αποκτούν νόημα. Γιατί η μουσική δεν είναι επάγγελμα, είναι τρόπος ύπαρξης.

Εκτός από τη μουσική, ποιες είναι οι αγαπημένες σας ασχολίες;

Έχω μεγάλη αδυναμία στη φωτογραφία, ιδιαίτερα στη φωτογραφία πόλης. Με εντυπωσιάζουν οι ανθρώπινες εικόνες που αποτυπώνουν αυθόρμητες στιγμές της καθημερινότητας, σε αντίθεση με τις στημένες και τεχνητές εικόνες του στούντιο. Το ασπρόμαυρο είναι η προτίμησή μου, καθώς θεωρώ ότι απογειώνει την αίσθηση της κίνησης και του χρόνου, δίνοντας βάθος και συναισθηματική ένταση σε κάθε σκηνή.

Επίσης, μου αρέσει να ζωγραφίζω, καθώς είναι ένας ακόμη τρόπος για μένα να εκφράζομαι δημιουργικά.

Αγαπώ να περπατάω σε ευρωπαϊκές πόλεις για ώρες, ανακαλύπτοντας κρυμμένα μέρη και γωνιές. Η εξερεύνηση των πόλεων, η επίσκεψη σε μουσεία και πινακοθήκες είναι εξαιρετικές ευκαιρίες να εμπλουτίσω τις εμπειρίες μου, να παρατηρήσω την ιστορία και τον πολιτισμό και να βρω έμπνευση για τις δημιουργικές αναζητήσεις μου.

Τέλος, αγαπώ το διάβασμα με έμφαση στην ποίηση και τη γερμανική κλασική λογοτεχνία.

Ποιοι οι στόχοι σας για το μέλλον;

Στόχος μου για το άμεσο μέλλον είναι να συνεχίσω τις σπουδές μου και να αποκτήσω όσο το δυνατόν περισσότερα εφόδια. Όπως κάθε νέος μουσικός, ονειρεύομαι μια πορεία στο σολιστικό ρεπερτόριο, με δημιουργικές συνεργασίες και δυνατότητα καλλιτεχνικής έκφρασης.

Ωστόσο, πέρα από την αμιγώς ερμηνευτική διάσταση, με ενδιαφέρει βαθιά η σύνδεση της μουσικής με τον άνθρωπο και την ψυχολογία του. Θα ήθελα να εξερευνήσω τρόπους με τους οποίους η μουσική μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο στήριξης και θεραπείας – ένας τομέας όπως η μουσικοψυχολογία με ελκύει ιδιαίτερα. Θα ήθελα να συμβάλλω έμπρακτα, μέσα από τη μουσική, στην ανακούφιση και την ενδυνάμωση ανθρώπων που βιώνουν πόνο ή δυσκολία.

Στόχος μου είναι να προσφέρω έργο με πραγματικό αντίκρισμα, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Λευτέρης Γαβαλάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 2004 και είναι κλασικός πιανίστας. Είναι διπλωματούχος με τις υψηλότερες βαθμολογίες και διακρίσεις του Diplôme Supérieur και του Diplôme de Virtuosité της Schola Cantorum de Paris, από την τάξη της διεθνούς φήμης πιανίστριας και παιδαγωγού Αγάθης Λεϊμονή.

Έχει εμφανιστεί σε πολλούς σημαντικούς χώρους, όπως το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, ο Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και το Νομισματικό Μουσείο Αθηνών, το θέατρο Αλώνι στο Πήλιο, το Auditorium San Domenico στο Foligno της Ιταλίας και το Αμφιθέατρο Συγγρού στο νησί του Πόρου (12η και 13η Διεθνής Θερινή Ακαδημία και Φεστιβάλ Πιάνου Αναστάσιος Λεϊμονής). Έχει συμμετάσχει σε masterclasses από τους πιανίστες Lilia Boyadjieva, Marina Pliassova, Borislava Taneva, Massimiliano Ferrati, Rafael Salinas, Raquel Boldorini, Luisa Fanti, Κωνσταντίνο Βαλιανάτο, Ching Wen Hsiao και Θανάση Αποστολόπουλο μεταξύ άλλων.

Είναι βραβευμένος σε πολυάριθμους εθνικούς και διεθνείς διαγωνισμούς πιάνου όπως «London Young Musician», «Muse Competition», «Great Masters Piano Competition» και άλλους. Τον Ιούνιο του 2024 συμμετείχε στον 1ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Πιάνου Piano Magic, όπου και απέσπασε το πρώτο βραβείο.

Το 2022 εισήλθε στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου σπουδάζει μουσικολογία.

Επιπλέον, έχει δίπλωμα αρμονίας από την τάξη της Ελένης Αναγνωστοπούλου.

Δημήτρης Κιουσόπουλος

Δημοσιογράφος

Ο Δημήτρης Κιουσόπουλος είναι μουσικός κριτικός και δημοσιογράφος. Σπούδασε ιστορία, αρχαιολογία, και κλασικές σπουδές στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Εδιμβούργου και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές ιστορίας με έμφαση στην κοινωνική ιστορία της μουσικής και της όπερας στην École des Hautes Etudes en Sciences Sociales, Παρίσι, το Berliner Kolleg für Vergleichende Geschichte Europas (BKVGE Freie Universität / Humboldt-Universität) Βερολίνο, και το Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο, Φλωρεντία.

Κύλιση στην κορυφή

Newsletter

Γραφτείστε στο εβδομαδιαίο newsletter του classicalmusic.gr.  Aποστέλλεται κάθε Παρασκευή και περιέχει τα τελευταία νέα μας!