
“Ο μαέστρος είναι κάτι σαν τον Χάρυ Πόττερ”
Ανερχόμενος Έλληνας μαέστρος με πολλές σημαντικές εμφανίσεις ήδη στο ενεργητικό του και Μόνιμος Αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νοτιοδυτικής Γερμανίας από το 2005, ο Βασίλης Χριστόπουλος μας μίλησε για την μέχρι τώρα πορεία του, για την τέχνη του μαέστρου αλλά και για την Ελληνική μουσική πραγματικότητα. Η συζήτηση μαζί του έγινε με τη μορφή κουβέντας μεταξύ δύο μουσικών αντί της “κλασικής” συνέντευξης με προσχεδιασμένες ερωτήσεις-απαντήσεις. Την πολύ ενδιαφέρουσα αυτή συζήτηση μοιραζόμαστε με μεγάλη χαρά με τους επισκέπτες του classicalmusic.gr.
Γεράσιμος Χοϊδάς: Κύριε Χριστόπουλε σας έχουμε δει να διευθύνετε από Σκαλκώτα μέχρι Μέντελσον αλλά και όπερα και μάλιστα και μπαρόκ όπερα. Υπάρχει κάποιο μέρος του ρεπερτορίου στο οποίο να έχετε κάποια προτίμηση;
Βασίλης Χριστόπουλος: Όχι, αποφεύγω την κατηγοριοποίηση. Πιστεύω πως η απόλυτη εξειδίκευση εις βάρος της σφαιρικής γνώσης και της ανθρωπιστικής παιδείας και γενικότερα της ολοκληρωμένης προσέγγισης των πραγμάτων είναι από τα ελαττώματα της εποχής μας. Η εξειδίκευση είναι καμιά φορά όντως αναγκαίο κακό λόγω της προόδου των επιστημών και της συσσώρευσης γνώσεων αλλά εγώ προσπαθώ να την αποφεύγω. Δηλαδή προσπαθώ να διευθύνω εξίσου όπερα και συμφωνική μουσική, μπαρόκ και ρομαντική μουσική, ιταλικό ρεπερτόριο, γερμανικό ρεπερτόριο, 20ο αιώνα, Έλληνες συνθέτες… γιατί όχι; Η εναλλαγή πλουτίζει τον άνθρωπο, τον βοηθάει να αποφεύγει τη ρουτίνα και κρατά το ενδιαφέρον ψηλά.
Γ.Χ.: Πολύ σωστό αυτό. Βέβαια λόγω του όγκου των πληροφοριών, ενώ παλιά ο σοφός άνθρωπος ήξερε “τα πάντα”, σήμερα ο “σοφός” της εποχής μας ξέρει κάτι ελάχιστο αλλά πολύ βαθιά…
Β.Χ. Πιστεύω ότι δεν θα έπρεπε να ενδώσουμε εύκολα σε αυτό. Βεβαίως και δεν μπορεί κανείς να εμβαθύνει σε όλα, όμως μπορεί κανείς να διατηρήσει μία σφαιρικότητα και να είναι ας πούμε αρκετά ολοκληρωμένος καλλιτέχνης, επιστήμονας ή άνθρωπός εάν αποφύγει να ασχολείται με ένα σωρό άχρηστες πληροφορίες. Πολλά από αυτά που μας παίρνουν χρόνο να τα αφομοιώσουμε είναι τελικά άχρηστα. Η πληροφορία τείνει πολλές φορές να αντικαταστήσει τη γνώση…
Γ.Χ. Πιστεύετε δηλαδή στην κοινή λογική κάποιων πραγμάτων…
Β.Χ. Πιστεύω στις ανθρώπινες δυνατότητες που είναι πολύ μεγάλες. Απλά συχνά κατευθύνονται σε λάθος δρόμο. Δηλαδή βλέπεις ανθρώπους που μπορούνε να σου πούνε απέξω φοβερά πράγματα τα οποία είναι παντελώς άχρηστα. Για παράδειγμα ποιος έβαλε το γκολ στον τάδε αγώνα του 1976 στην τάδε διοργάνωση για την τάδε ομάδα…! Ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να απομνημονεύει πράγματα, το θέμα είναι να επιλέγει κανείς με τι θέλει να ασχοληθεί. Ακόμα και στην τέχνη προσπαθώ να μην περιορίζομαι. Ενώ περνάω πολύ χρόνο με τη μουσική, πηγαίνοντας σε συναυλίες, ακούγοντας μουσική κτλ., παράλληλα πηγαίνω και σε εκθέσεις, διαβάζω λογοτεχνία … Αντίστοιχα και μέσα στην ίδια τη μουσική προσπαθώ να κάνω οτιδήποτε θεωρώ αξιόλογο και με ευχαριστεί. Έκανα για παράδειγμα τη συναυλία με την Καμεράτα αποκλειστικά με έργα Ελλήνων συνθετών, τώρα τον Ιούλιο έκανα Σκαλκώτα, έχω κάνει μπαρόκ… Φέτος δεν θα κάνω μπαρόκ. Μου πρότειναν να κάνω μπαρόκ από τη Λυρική Σκηνή και δεν ήθελα. Ήθελα να αλλάξω. Θα κάνω το “Δαχτυλίδι της μάνας” του Καλομοίρη.
Γ.Χ. Πείτε μου όμως και κάτι άλλο: υπάρχουν ορισμένοι τομείς για τους οποίους πιστεύεται γενικά, και όχι άδικα κατά τη γνώμη μου, ότι η εξειδίκευση είναι απαραίτητη, για παράδειγμα το μπαρόκ… Εσείς πώς το αντιμετωπίζετε το μπαρόκ; Προσπαθείτε, με την καλή έννοια βέβαια, να “μπείτε στα χωράφια” των ειδικών στη μπαρόκ μουσική ή απλά βασίζεστε στη σφαιρικότητα που προαναφέρατε;
Β.Χ. Βεβαίως και χρειάζεται μελέτη και ενημέρωση! Δεν πρέπει να τα πασαλείβουμε όλα και να ήμαστε επιπόλαιοι! Κάθε άλλο, έχω διαβάσει πάρα πολλά , όση βιβλιογραφία μου επέτρεπε ο χρόνος μου για τα αποτελέσματα της μουσικολογικής έρευνας για την ερμηνεία την εποχή του μπαρόκ, για τα όργανα, τις πηγές… Βέβαια δεν είμαι πρωτοπόρος, δεν έχω κάνει πρωτογενή έρευνα…
Γ.Χ. Είναι ελάχιστοι οι μαέστροι που έχουν κάνει κάτι τέτοιο…
Β.Χ. Παρακολουθώ τις εξελίξεις στην έρευνα, έχω συνομιλήσει με πολλούς, έχω ταξιδέψει, έχω πάει να βρω ανθρώπους … Όπως τότε που είχα διευθύνει από το τσέμπαλο τον Ξέρξη του Χαίντελ, δεν βασίστηκα μόνο στις δικές μου γνώσεις, έψαξα και βρήκα ανθρώπους καταξιωμένους στη μπαρόκ ερμηνεία, άκουσα συναυλίες, ηχογραφήσεις… Δεν θέλω σε καμιά περίπτωση να πω πως δεν πρέπει ποτέ να εμβαθύνουμε. Απλά δεν πρέπει το ένα να αναιρεί το άλλο.
Γ.Χ. Δεν θα μπορούσατε δηλαδή να περιοριστείτε σε ένα και μόνο ρεπερτόριο, μπαρόκ ή οποιοδήποτε άλλο…
Β.Χ. Όχι, μου αρέσει η εναλλαγή.
Γ.Χ. Κε Χριστόπουλε, πείτε μας, πως ξεκίνησε η επαφή σας με τη μουσική και συγκεκριμένα με τη διεύθυνση ορχήστρας;
Β.Χ. Με τη μουσική ξεκίνησε σε “ασυνείδητη” ηλικία… Ο πατέρας μου είναι μουσικός (σ.σ. Ευάγγελος Χριστόπουλος, 1ο όμποε στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών) και τον άκουγα να μελετάει από τότε που ήμουν έμβρυο! Έπειτα, από μικρό παιδί πήγαινα σε συναυλίας και πρόβες, παρακολουθούσα… και έτσι γοητεύτηκα από αυτό τον κόσμο. Ήταν αυτονόητο ότι θα έχω μουσική παιδεία, για τους γονείς μου αυτό δεν ήταν θέμα προς διαπραγμάτευση. Πίστευαν πως η μουσική παιδεία είναι απαραίτητη για κάθε άνθρωπο ανεξαρτήτως με την κατεύθυνση που αργότερα θα ακολουθήσει.
Γ.Χ. Και το τι θα κάνει από κει και πέρα με αυτή τη μουσική του παιδεία είναι άλλο θέμα…
Β.Χ. ‘Αλλο θέμα αυτό. Ούτως ή άλλως γνωρίζουμε, είναι δηλαδή αποδεδειγμένο από γιατρούς και μελετητές ότι η ενασχόληση με τη μουσική βοηθά τον άνθρωπο γενικότερα στην ψυχική του ισορροπία και την πνευματική του εξέλιξη.
Γ.Χ Λέγεται μάλιστα ότι εμείς οι μουσικοί, έχουμε πολύ μικρότερη πιθανότητα να εμπλακούμε σε τροχαίο ατύχημα λόγω του ότι είμαστε συνηθισμένοι να συγκεντρώνουμε την προσοχή μας σε πολλά πράγματα ταυτόχρονα π.χ. ανάγνωση παρτιτούρας, ερμηνεία και παρακολούθηση του μαέστρου μαζί…
Β.Χ. Δεν το ήξερα, πρώτη φορά το ακούω! Είναι καταπληκτικό γιατί όντως, οδηγώ εδώ και χρόνια δίκυκλο και δεν έχω πάθει ποτέ ατύχημα!
Γ.Χ. Στη διεύθυνση τώρα…
Β.Χ. Η διεύθυνση ήρθε στην αρχή κι αυτή ασυνείδητα. Όλα τα παιδάκια γοητεύονται από το μαέστρο, με τις κινήσεις των χεριών του… Ο μαέστρος είναι λίγο μάγος για τα παιδιά, είναι κάτι σαν το Χάρυ Πόττερ. Γιατί η μαγεία είναι κάτι πάρα πολύ γοητευτικό, να φτιάχνεις πράγματα άυλα τα οποία άλλοι δεν μπορούν να φτιάξουν, να δημιουργείς με μαγικό τρόπο. Εγώ δηλαδή το μαέστρο κάπως έτσι τον έβλεπα… έχει τη μπαγκέτα, το μαγικό ραβδί του, κουνάει τα χέρια του και βγαίνουν οι ήχοι. Βέβαια δεν είναι έτσι, οι μουσικοί είναι που παίζουν και παράγουν τους ήχους αλλά ένα μικρό παιδί έτσι το βλέπει.
Γ.Χ. Μακάρι βέβαια ο κλασικός μαέστρος να ήταν στην εποχή μας το ίδιο δημοφιλής με το Χάρυ Πόττερ…
Β.Χ. Δεν ξέρω αν θα ήταν καλό ή κακό αυτό… Η πολύ μεγάλη προβολή συνεπάγεται και πολλά αρνητικά. Ίσως πάλι κάτι τέτοιο να είναι αδύνατον… Εν πάση περιπτώσει, εγώ είχα γοητευτεί πολύ από την ατμόσφαιρα στις πρόβες τότε που με πήγαινε ο πατέρας μου να παρακολουθώ τις πρόβες της ορχήστρας. Όλη αυτή η δημιουργική διαδικασία μου άρεσε πάρα πολύ. Κάποια στιγμή λοιπόν όταν ήμουν 16 ετών ήμουν σε ένα μουσικό σεμινάριο στην Ουγγαρία ως ομποΐστας. Ήταν μία ορχήστρα νέων με παιδιά από όλη την Ευρώπη 15 έως 20 περίπου ετών όπου παίζαμε την ένατη συμφωνία του Μπετόβεν. Ο Ούγγρος μαέστρος, ο ‘Αντρας Λίγκετι μας είπε αν θέλει κάποιος από μας να δοκιμάσει να διευθύνει μια και είχαμε αρκετές πρόβες στη διάθεσή μας. Κι εκείνος άλλωστε, όπως μας είπε, κάπως έτσι είχε ξεκινήσει. Πήγα λοιπόν εγώ και άλλα 2 άτομα, μας έκανε λίγο μάθημα με τη συνοδεία 2 πιάνων στην 1η συμφωνία του Μπετόβεν και μετά στάθηκα μπροστά στην ορχήστρα για 5-10 λεπτά και διηύθυνα. Φαίνεται πως δε τα πήγα άσχημα για πρώτη φορά. Από εκείνη τη στιγμή ήξερα ότι θα ασχοληθώ με τη διεύθυνση ορχήστρας! Ήταν πια συνειδητή απόφαση και από κει και πέρα δεν παρέκκλινα από αυτή την πορεία. Μου άρεσε τόσο πολύ αυτή η εμπειρία που ήξερα πια ότι αυτό ήταν που ήθελα να κάνω.
Γ.Χ. Πολύ όμορφα όντως όλα αυτά που μας περιγράφετε… Πείτε μας τώρα για την ορχήστρα που αναλαμβάνετε στη Γερμανία…
Β.Χ. Από τον Σεπτέμβριο του 2005 θα αναλάβω την Φιλαρμονική ορχήστρα της Νοτιοδυτικής Γερμανίας. Η γνωριμία μου με αυτή την ορχήστρα έγινε το Φεβρουάριο του 2003. Είχα κερδίσει ένα διαγωνισμό στη Γερμανία, το διαγωνισμό του Μπαντ Χόμπουργκ. Έμμεση συνέπεια του διαγωνισμού αυτού ήταν ότι με προσκάλεσαν να διευθύνω μια συναυλία με την ορχήστρα που προανέφερα. Η ορχήστρα αναζητούσε καινούριο καλλιτεχνικό διευθυντή πράγμα που τότε εγώ δεν γνώριζα και έτσι δεν είχα κάνει αίτηση για τη θέση. Ήδη από την πρώτη πρόβα οι μουσικοί της ορχήστρας ενθουσιάστηκαν, τους άρεσε η δουλειά μου. Ήρθαν λοιπόν και με ρώτησαν αν έχω κάποια μόνιμη θέση ή αν θα με ενδιέφερε να αναλάβω την ορχήστρα Το σκέφτηκα λίγο και είπα πως φυσικά και με ενδιέφερε μια τέτοια προοπτική αφού δεν κατείχα κάποια μόνιμη θέση. Επειδή βέβαια οι Γερμανοί είναι πολύ τυπικοί δεν μπορούσε να γίνει τίποτα τότε γιατί η θέση είχε ήδη προκηρυχτεί και είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον πάνω από 100 νέοι μαέστροι από όλο τον κόσμο. Ορισμένοι από αυτούς είχαν προεπιλεγεί βάσει των αιτήσεων τους και είχαν προσκληθεί να διευθύνουν ο καθένας από μία συναυλία. Οπότε εγώ δεν μπορούσα να παρεισφρήσω σε αυτή τη διαδικασία. Τελειώνοντας όμως η χρονιά 2002-2003 οι μουσικοί της ορχήστρας δήλωσαν ότι δεν ήταν ευχαριστημένοι από κανέναν από τους υποψήφιους μαέστρους και ότι δεν θεωρούσαν ότι κάποιος από αυτούς ταίριαζε στο προφίλ της ορχήστρας. Είπαν, εμείς θα θέλαμε το Χριστόπουλο. Η πολιτεία της Κόνσταντς λοιπόν αποφάσισε να ακούσει τους μουσικούς. Κήρυξε άγονο το διαγωνισμό και αποφασίστηκε να προσκληθούν ξανά 3 άτομα, μεταξύ των οποίων και εγώ για να κάνουμε από μία συναυλία. Ακολούθησαν επαφές και συζητήσεις με παράγοντες και μετά από σχεδόν ενάμισι χρόνο από την πρώτη μου επαφή με την ορχήστρα, τον Ιούλιο του 2004 μου ανέθεσαν τη θέση του Αρχιμουσικού. Ξεκινώ δε τα καθήκοντά μου από το Σεπτέμβριο του 2005. Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου εκπληκτικό! Δείχνει καταρχάς πόση σημασία αποδίδεται σε έναν πολιτιστικό φορέα όπως είναι η ορχήστρα στη Γερμανία. Πόσο έγκαιρα προκηρύσσεται η θέση, με πόσο διαφανείς διαδικασίες επιλέγονται οι υποψήφιοι… και η τελική επιλογή γίνεται συνυπολογίζοντας την άποψη των μουσικών της ορχήστρας και μιας επιτροπής εδικών. Εξηγώντας λοιπόν κανείς τις προθέσεις του και τα σχέδιά του για την ορχήστρα και την πόλη τελικά καταφέρνει να πάρει τη θέση και μάλιστα ένας άνθρωπος όπως εγώ που βρέθηκα εκεί χωρίς να ξέρω κανέναν. Δεν υπήρξε ούτε κάποια διαφθορά ή κάποιο μέσον που να επηρεάσει. Πολλές φορές στην Ελλάδα τα πράγματα δε γίνονται τόσο καθαρά.
“Τα πράγματα στην Ελλάδα γίνονται την τελευταία στιγμή”
Γ.Χ. Είναι πολύ σημαντικό ότι ο ίδιος ο οργανισμός της ορχήστρας, δηλαδή οι μουσικοί μπόρεσαν και είχαν τέτοια επιρροή. Και το θεωρώ σημαντικό γιατί ο μουσικός όταν είναι ευχαριστημένος με το μαέστρο του αποδίδει και καλύτερα.
Β.Χ. Φυσικά. Πρώτα από όλα ποιος ξέρει καλύτερα από τον ίδιο το μουσικό τι χρειάζεται;
Γ.Χ. Πράγματι, γιατί ένα διοικητικό συμβούλιο βλέπει τα πράγματα κάπως σαν ένας μάνατζερ. Θα σου κάνει κάποια συνέντευξη, θα σε ρωτήσει κάποια πράγματα με “πολιτική” σημασία. Ενώ οι ίδιοι οι μουσικοί βλέπουν ποιος τους εκφράζει και τους καταλαβαίνει καλύτερα…
Β.Χ. Εντυπωσιακό είναι και το γεγονός ότι αφιέρωσαν τόσο πολύ χρόνο. Η θέση προκηρύχθηκε 2 χρόνια πριν. Όχι άντε, προκηρύσσεται σήμερα και κλείνει αύριο ή και δεν προκηρύσσεται καθόλου αλλά δίνεται με απευθείας ανάθεση σε κάποιον… χωρίς οι υπόλοιποι ενδιαφερόμενοι να το μάθουν καν.
Γ.Χ. Τώρα κύριε Χριστόπουλε θίγετε ένα μεγάλο θέμα.. αλλά ας το πάρουμε από την αρχή: που διαφέρει η Ελλάδα σε αυτά τα πράγματα σε σχέση με έξω; ΄Όχι μόνο πού μειονεκτούμε σαν χώρα, αλλά και πού ίσως υπερτερούμε…
Β.Χ. (μετά από πολλή σκέψη) Ας πούμε: υστερούμε λίγο ως προς την οργάνωση. Τα πράγματα στην Ελλάδα γίνονται την τελευταία στιγμή. Στο εξωτερικό, και μιλώ συγκεκριμένα για τη Δ. Ευρώπη, τα προγράμματα, οι μαέστροι, οι σολίστες, οι συναυλίες, ο προγραμματισμός όλος ολοκληρώνεται το αργότερο ενάμισι χρόνο πριν. 18 μήνες πριν είναι όλα προαποφασισμένα. Εδώ πολλές φορές γίνονται όλα τόσο αργά που τελικά δεν καταφέρνουν οι διοργανωτές να φέρουν εκείνους που θέλουν… Αν και τελευταία έχουν αρχίσει να φτιάχνουν τα πράγματα και σε αυτό.
Γ.Χ. Πώς αντιμετωπίζουν οι φίλοι μας οι Ευρωπαίοι έναν νέο μουσικό ο οποίος προέρχεται από μία μικρή χώρα σαν την Ελλάδα; Αντιμετωπίσατε ποτέ δυσπιστία για παράδειγμα;
Β.Χ. Δεν μπορώ να κάνω εύκολα κάποια σύγκριση, πάντως μέχρι τώρα ποτέ δεν είχα κάποια άσχημη εμπειρία. Αντίθετα μάλιστα. Για παράδειγμα τώρα τον Ιούλιο που είχα πάει να διευθύνω τη φιλαρμονική ορχήστρα του Ντούιζμπουργκ και είχαμε μόλις κερδίσει το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στο ποδόσφαιρο, υπήρχε μια ατμόσφαιρα ευωχίας (γελά). Δεν νομίζω τελικά ότι παίζει ρόλο η ελληνική καταγωγή ενός μουσικού.
“…για να προσεγγίσεις το συνθέτη πιστεύω πως η μόνη αλήθεια είναι η παρτιτούρα”
Γ.Χ. Συμφωνώ μαζί σας, και εμένα οι εμπειρίες μου παρόμοιες ήταν… Πολλοί Έλληνες μουσικοί άλλωστε σταδιοδρομούν στο εξωτερικό. Ας περάσουμε όμως στο μουσικοτεχνικό μέρος τώρα… Κύριε Χριστόπουλε, όταν παίρνετε στα χέρια σας μια παρτιτούρα προς μελέτη και εκτέλεση, τι είναι αυτό που έχει πρωτεύουσα σημασία για σας, τι είναι αυτό που κοιτάτε πρώτα;
Β.Χ. Το πρώτο που κοιτάζω είναι το τι θέλει ο συνθέτης. Για μένα έχει τη μεγαλύτερη σημασία η πρόθεση του συνθέτη.
Γ.Χ. Η παρτιτούρα αρκεί για να το καταλάβετε αυτό;
Β.Χ. Καταρχήν ναι, αλλά ούτως ή άλλως δεν μπορείς να το καταλάβεις ποτέ αυτό απόλυτα, εκτός βέβαια και αν ο συνθέτης βρίσκεται εν ζωή. Κάτι τέτοιο είναι πολύ όμορφο αλλά συχνά δεν συμβαίνει. Οπότε για να προσεγγίσεις το συνθέτη πιστεύω πως η μόνη αλήθεια είναι η παρτιτούρα. Βεβαίως πρέπει κανείς να γνωρίζει και τις συνθήκες ή το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο γράφτηκε το έργο. Δεν αντιμετωπίζεις με τον ίδιο τρόπο ένα έργο που γράφτηκε τον 20ο αιώνα όταν όλα καταγράφονται στην παρτιτούρα με μεγάλη ακρίβεια και κάθε λεπτομέρεια, και ένα έργο του 18ου αι. όπου υπάρχει πολύ περισσότερος χώρος και πρέπει κανείς να προσθέσει πράγματα, να αυτοσχεδιάσει, να ποικίλει ας πούμε αυτό που βλέπει μπροστά του και που είναι μόνο ο σκελετός του οικοδομήματος…
Γ.Χ. Ή τουλάχιστον πρέπει να αναγνωρίσει κανείς κάποιες συμβάσεις… συμβάσεις που στη μοντέρνα μουσική τις θεωρεί κανείς αυτονόητες γιατί κατέχει την μουσική γραφή σαν τη μητρική του γλώσσα.
Β.Χ. Ακριβώς, και γι’ αυτό απαιτείται μια μελέτη της ιστορικής πραγματικότητας του έργου και, ενδεχομένως, όπως λέγαμε και πριν για το μπαρόκ, μια κάποια εξειδίκευση και μελέτη των πηγών. Από κει και πέρα όμως, αν αυτό έχει γίνει, η αλήθεια βρίσκεται μέσα στην παρτιτούρα.
“…στην Ελλάδα, στον τομέα των εκδόσεων είμαστε πάρα πολύ πίσω…”
Γ.Χ. Θα ήθελα να προσθέσω, η αλήθεια βρίσκεται σε μια καλή παρτιτούρα…
Β.Χ. Εννοείται, πρέπει να πρόκειται για μια καλή έκδοση, κριτική έκδοση κτλ. Πάρα πολύ σωστή η παρατήρηση και τώρα μπορώ να γυρίσω στην προηγούμενη ερώτηση. Ένα πράγμα στο οποίο διαφέρουμε στην Ελλάδα, και διαφέρουμε δυστυχώς προς το χειρότερο είναι το εξής: ενώ έχουμε εξίσου καλούς μουσικούς με τον υπόλοιπο κόσμο (τηρουμένων των αναλογιών βέβαια), υστερούμε στους θεσμούς. Στη Γερμανία για παράδειγμα οι θεσμοί λειτουργούν πιο οργανωμένα. Από τη λειτουργία μιας ορχήστρας, τις επιχορηγήσεις του κράτους σε μουσικούς και σύνολα… Ένας από τους θεσμούς είναι και η λειτουργία των εκδοτικών οίκων. Υπάρχουν στο εξωτερικό οργανωμένοι εκδοτικοί οίκοι οι οποίοι φροντίζουν να εκδίδουν τα έργα των σύγχρονων συνθετών σε καλές, κριτικές εκδόσεις. Εδώ στην Ελλάδα, στον τομέα των εκδόσεων είμαστε πάρα πολύ πίσω. Φανταστείτε ότι θα διευθύνω φέτος στη Λυρική Σκηνή το “Δαχτυλίδι της μάνας” του Καλομοίρη, μιλάμε δηλαδή για μία από τις σημαντικότερες, αν όχι τη σημαντικότερη ελληνική όπερα, η οποία δεν έχει εκδοθεί! Μία όπερα που έχει γραφτεί πριν από έναν αιώνα σχεδόν. Και δεν έχει εκδοθεί! Θα διευθύνω από χειρόγραφη παρτιτούρα! Όλα, ακόμα και οι πάρτες των μουσικών είναι χειρόγραφα… Δεν θα έπρεπε να υπάρχει μια κριτική έκδοση;
Γ.Χ. Σίγουρα θα έπρεπε να υπάρχει, για να γίνει το έργο προσιτό και στο κοινό και για να υπάρχει και η δυνατότητα σε μαέστρους ανά τον κόσμο να το παρουσιάσουν. Εδώ όμως θα αναφέρω και το εξής παράδοξο ίσως: πολλές φορές: ιδιαίτερα στην παλαιά μουσική εμείς οι ερμηνευτές το θεωρούμε ευλογία να μπορούμε να παίξουμε κατευθείαν από το χειρόγραφο του συνθέτη!
Β.Χ. Έτερον εκάτερον, αλλά παρ’ όλ’ αυτά θα έπρεπε να υπάρχει μια κριτική έκδοση, να διορθώνει τυχόν λάθη, να βγαίνουν οι πάρτες των μουσικών, να είναι ευανάγνωστη… Κατά τα άλλα πιστεύω ότι το βασικό πρόβλημα στην Ελλάδα είναι η έλλειψη υποστήριξης και προβολής της σοβαρής μουσικής από την πολιτεία. Και το πρόβλημα δεν είναι το κόστος. Δεν θα μπορούσε, αν υπήρχε καλή επικοινωνία μεταξύ των φορέων, ν’ανατεθεί αυτή η δουλειά σε κάποιον υποψήφιο διδάκτορα της μουσικολογίας ως διδακτορική διατριβή;
“…ένα σωρό νέοι άνθρωποι που σπουδάζουν και έξω πολλές φορές, δεν μπορούν να απορροφηθούν από την ελληνική αγορά εργασίας…”
Γ.Χ. Μόνο από την πολιτεία;
Β.Χ. Και από τους φορείς, από τα ΜΜΕ. Βέβαια, σε σχέση με την μηδαμινή προβολή που έχει η κλασική μουσική στη χώρα μας χαίρει αρκετά μεγάλης αποδοχής. Συγκρίνοντας δηλαδή το κοινό των συναυλιών στην Ελλάδα με αυτό της Γερμανίας ή της Πολωνίας ή της Αγγλίας βλέπω ότι στην Ελλάδα έχουμε πολύ περισσότερους νέους που έρχονται στις συναυλίες ή που ασχολούνται με τη μουσική. Σκεφτείτε λοιπόν αν υπήρχε η αντίστοιχη προβολή και υποστήριξη, και περισσότερες ορχήστρες δηλαδή μεγαλύτερη αγορά εργασίας. Τώρα το βασικό πρόβλημα είναι ότι ένα σωρό νέοι άνθρωποι, εξαιρετικά αξιόλογοι μουσικοί που σπουδάζουν και έξω πολλές φορές, δεν μπορούν να απορροφηθούν από την ελληνική αγορά εργασίας. Είναι δυνατόν να έχουμε μόνο 2 κρατικές ορχήστρες, δηλαδή μόνο στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη; Δεν θα έπρεπε να έχουμε μια κρατική ορχήστρα ας πούμε Βορειοδυτικής Ελλάδος με έδρα τα Ιωάννινα; Ή μία κρατική ορχήστρα στη Θράκη ή στην Πελοπόννησο με έδρα την Πάτρα ή την Τρίπολη ή την Καλαμάτα; Οι θεσμοί είναι λοιπόν που λείπουν και είναι πρόβλημα αυτό γιατί βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου η τέχνη περνάει κρίση και γίνονται περικοπές παντού και είναι πολύ δύσκολο να δημιουργήσεις πράγματα σε αυτή την Ελλάδα… Μόνο ότι γίνει από ιδιωτική πρωτοβουλία. Βέβαια το πρόβλημα αυτό είναι πια παγκόσμιο. Δεν υστερούμε σε μουσικούς, υστερούμε σε θεσμούς αλλά και σε μουσική παιδεία. Η μουσική παιδεία όπως και γενικότερα η παιδεία στην Ελλάδα είναι σε άθλια κατάσταση. Χιλιάδες Ωδεία διάσπαρτα σε όλη τη χώρα… όλοι οι αξιόλογοι μουσικοί που έχουμε στην Ελλάδα έχον σπουδάσει στο εξωτερικό!
Γ.Χ. Αυτό όμως ίσως να οφείλεται και στη γενικότερη νοοτροπία που υπάρχει στην Ελλάδα, να εμπιστεύεται κανείς περισσότερο μουσικούς που έχουν σπουδάσει στο εξωτερικό. Κάτι σαν ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας του Έλληνα.
Β.Χ. Όχι, δεν είναι αυτός ο μόνος λόγος. Εγώ για παράδειγμα και να ήθελα να σπουδάσω στην Ελλάδα, δεν μπορούσα. Δεν υπήρχαν σπουδές διεύθυνσης ορχήστρας.
Γ.Χ. Το ίδιο ισχύει και με την παλαιά μουσική…
Β.Χ. Ακριβώς. Βέβαια τώρα πια γίνεται μια προσπάθεια να φτιάξουν τα πράγματα αλλά αν δεν μπει μια τάξη στο χαοτικό αυτό τοπίο όπου όλα τα Ωδεία είναι ίδια και όλα αναγνωρίζονται από το κράτος αλλά και δεν αναγνωρίζονται. Γιατί ένα χαρτί Ωδείου δεν είναι τίποτα. Είναι εντελώς αδιαβάθμιτο.
“Ε λοιπόν η τέχνη δεν μπορεί να είναι συμφέρουσα οικονομικά. Δεν γίνεται. Δεν μπορεί τα πάντα να κρίνονται με βάση τους νόμους της αγοράς.”
Γ.Χ. Έτσι είναι και, ειδικά στο εξωτερικό, ένα χαρτί ελληνικού Ωδείου πολύ δύσκολα αναγνωρίζεται. Η γνωστή ιστορία με το σύμφωνο της Μπολόνια (σ.σ. μια συμφωνία ευρωπαϊκού επιπέδου που σκοπό έχει να διαβαθμίσει και να εξισώσει τους τίτλους μουσικών σπουδών στις χώρες της Ε.Ε.)…
Β.Χ. Το άλλο παγκόσμιο πρόβλημα είναι ότι τα πάντα λειτουργούν με τους νόμους της αγοράς. Ε λοιπόν η τέχνη δεν μπορεί να είναι συμφέρουσα οικονομικά Δεν γίνεται. Δεν μπορεί τα πάντα να κρίνονται με βάση τους νόμους της αγοράς. Βεβαίως και πρέπει να είμαστε συνετοί, βεβαίως και πρέπει να αποφεύγουμε τις υπέρογκες αμοιβές στους καλλιτέχνες, να κάνουμε οικονομία, να προσπαθούμε να έχουμε έσοδα και να αυξάνουμε το κοινό. Αλλά δεν μπορεί να είναι κριτήριο μόνο η εμπορικότητα και το οικονομικό όφελος.
Γ.Χ. Δηλαδή πρέπει η μουσική και γενικότερα η κουλτούρα να αντιμετωπιστεί όπως η εκπαίδευση, η υγεία… σαν ένα κοινωνικό αγαθό. Πρόκειται εδώ για διαφύλαξη πολιτιστικής κληρονομιάς…
Β.Χ. Η τέχνη είναι πράγματι ένα κοινωνικό αγαθό. Συμβάλλει στην ψυχική και κοινωνική ισορροπία και συνοχή… Η εμπορικότητα είναι πλασματικό κριτήριο.
Γ.Χ. Στο εξωτερικό είναι διαδεδομένος ο θεσμός της ορχήστρας-project, δηλαδή ένα είδος ορχήστρας που αποτελείται αποκλειστικά από free-lance μουσικούς και δουλεύει ανά διαστήματα πάνω σε κάποια συγκεκριμένα projects. Η πρακτική έχει αποδείξει πως τέτοιες ορχήστρες είναι πολύ πιο υγιείς οικονομικά αλλά και πιο αποτελεσματικές από τις μόνιμες ορχήστρες. Ποια η γνώμη σας;
Β.Χ. Πιστεύω ότι η δημιουργία τέτοιων σχημάτων είναι αποτέλεσμα του ότι πολλοί αξιόλογοι μουσικοί δεν μπορούν να απορροφηθούν από τους υπάρχοντες θεσμούς και έτσι δημιουργούν τους δικούς τους. Μια τέτοια ορχήστρα έχει σίγουρα πολλά πλεονεκτήματα ως προς το μουσικό αποτέλεσμα. Υπάρχει μεγαλύτερος ενθουσιασμός, είναι άνθρωποι που έχουν αποφασίσει συνειδητά να κάνουν κάτι μαζί. Δεν έχουν ίσως τη ρουτίνα μιας σταθερής δουλειάς σε μόνιμη ορχήστρα που όλα πηγαίνουν σύμφωνα με το ωράριο… Χρειάζεται βέβαια προσοχή όταν οι μουσικοί μιας ορχήστρας δεν “μεγαλώνουν” μαζί ώστε να αποφεύγονται προβλήματα συνοχής.
Γ.Χ. Ήθελα να το ρωτήσω αυτό με αφορμή ένα δημοσίευμα που διάβασα στον Βελγικό τύπο. Το δημοσίευμα ήταν ένα είδος πολεμικής ενάντια στις ορχήστρες-project και ανέφερε ότι ο μόνος τρόπος να αποκτήσει μια ορχήστρα καλό ήχο είναι η μακροχρόνια και πολυετής συνύπαρξη των ίδιων μουσικών μέσα στην ίδια ορχήστρα. Κάτι δηλαδή που δε συμβαίνει στις ορχήστρες-project αλλά σύμφωνα με το συγγραφέα του δημοσιεύματος συμβαίνει στις κρατικές ορχήστρες. Επειδή κατά τη γνώμη μου οι ορχήστρες-project κατά κανόνα είναι πολύ καλύτερες από την Κρατική Ορχήστρα του Βελγίου π.χ., ήθελα να ακούσω και τη δική σας γνώμη πάνω σε αυτή την παρατήρηση…
Β.Χ. Δεν έχω διευθύνει ποτέ ορχήστρα-project και έτσι δεν έχω προσωπική πείρα στο θέμα αυτό. Δεν νομίζω όμως ότι ισχύει κάτι τέτοιο. Πιστεύω πως αν μια ορχήστρα αποτελείται από μουσικούς με ενθουσιασμό και όρεξη για δουλειά, μπορεί να πετύχει πολύ υψηλή ποιότητα ανεξάρτητα από το χρόνο ύπαρξής της.
“Είμαι πολύ ευνοημένος στη Ελλάδα από τις συγκυρίες. Αντικειμενικά ωστόσο για ένα νέο καλλιτέχνη το να δουλέψει στην Ελλάδα είναι πάρα πολύ δύσκολο.”
Γ.Χ. Κύριε Χριστόπουλε, ποια είναι τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει ένας νέος καλλιτέχνης στην Ελλάδα;
Β.Χ. Εγώ είμαι ομολογουμένως ένας από τους τυχερούς νέους καλλιτέχνες στην Ελλάδα. Υπήρξαν άνθρωποι που με εμπιστεύθηκαν. Ο Λεωνίδας Καβάκος όταν ήταν διευθυντής της Κρατικής Θεσσαλονίκης με κάλεσε να διευθύνω την ορχήστρα ενώ με είχε δει να διευθύνω μόνο ένα μικρό σύνολο. Εκείνος μου άνοιξε κατά κάποιο τρόπο την πόρτα. Ο Λουκάς Καρυτινός με έφερε στη Λυρική Σκηνή, μου εμπιστεύθηκε μια παράσταση και έκτοτε με καλεί τακτικά. Είμαι πολύ ευνοημένος στη Ελλάδα από τις συγκυρίες. Αντικειμενικά ωστόσο για ένα νέο καλλιτέχνη το να δουλέψει στην Ελλάδα είναι πάρα πολύ δύσκολο. Οι ευκαιρίες είναι ελάχιστες. Λίγες οι ορχήστρες, λίγες και οι αίθουσες συναυλιών.
Γ.Χ. Κύριε Χριστόπουλε, τι θα μας αποκαλύψετε από τα μελλοντικά σας σχέδια;
Β.Χ. Για το τέλος του έτους έχω μια ηχογράφηση και συναυλία με την Ορχήστρα της ραδιοφωνίας της Πράγας, αμέσως μετά ακολουθούν συναυλίες στην Ελβετία, το Μιλάνο και στη Γερμανία, όλες με την Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νοτιοδυτικής Γερμανίας. Στη Λυρική Σκηνή Αθηνών το “Δαχτυλίδι της μάνας”, μια συναυλία με την Κρατική Αθηνών… Την ‘Aνοιξη θα διευθύνω την Ορχήστρα των Χρωμάτων στην πρεμιέρα ενός νέου ελληνικού έργου, μιας όπερας του Χαράλαμπου Γωγιού η οποία είναι βασισμένη στο γνωστό μυθιστόρημα “Μοιραίο Πάθος” και λέγεται “Η Πληγή”.
Γ.Χ. Κύριε Χριστόπουλε η κουβέντα μαζί σας ήταν πολύ ευχάριστη και ενδιαφέρουσα! Σας ευχαριστούμε πολύ και εκ μέρους των επισκεπτών του classicalmusic.gr.
Βιογραφικό
Ο Βασίλης Χριστόπουλος γεννήθηκε το 1975 στο Μόναχο. Ξεκίνησε τη μουσική του εκπαίδευση με βιολί. Σπούδασε στο Ωδείον Αθηνών ανώτερα θεωρητικά στην τάξη του Περικλή Κούκου και όμποε στην τάξη του Κλώντ Σιελέ. Ως ομποΐστας, ήταν μέλος της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της Ε.Ρ.Τ. από το 1993 έως το 1995.
Το 1995 έγινε δεκτός στην τάξη διεύθυνσης ορχήστρας του Χέρμανν Μίχαελ στην Μουσική Ακαδημία του Μονάχου, όπου σπούδασε με υποτροφία “Αλεξάνδρας Τριάντη” του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής. Απεφοίτησε με διάκριση το 1998 και συνέχισε στην ίδια σχολή μαθήματα τελειοποίησης με υποτροφία του Ιδρύματος “Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης” αποκτώντας το ανώτατο δίπλωμα (Meisterklassendiplom). Έχει επίσης συμμετάσχει σε σεμινάρια με τους μαέστρους Σερ Κόλιν Ντέιβις, Ζούμπιν Μέτα, Καρλ Έστερραϊχερ και Αλέξανδρο Μυράτ.
Τον Μάιο του 1999 κέρδισε ειδικό βραβείο (Förderpreis) στον Πρώτο Διαγωνισμό Διεύθυνσης Ορχήστρας των Γερμανικών Μουσικών Ακαδημιών και την ίδια χρονιά τιμήθηκε από την Ένωση Ελλήνων Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής με την ετήσια διάκριση σε νέο μουσικό. Τον Σεπτέμβριο του 2000 κέρδισε τον “Διαγωνισμό Μπαντ Χόμπουργκ” για νέους μαέστρους στην ομώνυμη πόλη της Γερμανίας και τον Νοέμβριο του 2000 το δεύτερο βραβείο στον Διεθνή Διαγωνισμό “Δημήτρης Μητρόπουλος”.
Ο Βασίλης Χριστόπουλος αναλαμβάνει από τον Σεπτέμβριο του 2005 την θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή και μόνιμου αρχιμουσικού της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νοτιοδυτικής Γερμανίας, που εδρεύει στην Κωνσταντία (Konstanz).
Έχει διευθύνει την Ορχήστρα Φιλαρμόνια του Λονδίνου, την Κρατική Ορχήστρα της Λυόν, την Φιλαρμονική του Ντούισμπουργκ, την Κρατική Ορχήστρα της Βαϊμάρης, την Συμφωνική Ορχήστρα του Μονάχου, την Ορχήστρα Δωματίου της Νοτιοδυτικής Γερμανίας, την Φιλαρμονική Δωματίου της Πολωνίας, την Ορχήστρα Δωματίου της Γεωργίας και την Ορχήστρα της Εθνικής Όπερας των Τιράνων.
Στην Ελλάδα είναι τακτικός προσκεκλημένος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στην οποία έχει διευθύνει Τόσκα, Κουρέα της Σεβίλλης, Τραβιάτα και τις πανελλήνιες πρεμιέρες του Ξέρξη του Χαίντελ και του Μαινόμενου Ορλάνδου του Βιβάλντι. Την ορχήστρα της Ε.Λ.Σ. διηύθυνε και στην Λυσιστράτη του Μίκη Θεοδωράκη, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Τον Ιούλιο του 2004 διηύθυνε στο Ηρώδειο την πρώτη παγκόσμια εκτέλεση του κοντσέρτου για δύο βιολιά του Σκαλκώτα σε ενορχήστρωση Κωστή Δεμερτζή με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης. Έχει επίσης εμφανιστεί με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, την Ορχήστρα των Χρωμάτων, την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της Ε.Ρ.Τ. και την Καμεράτα – Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής.