
Οταν η μουσική ιδιοφυία και η απλότητα ταυτίζονται…
Ηταν μεγάλο το δέος που ένοιωθα εν’ όψει της συνέντευξης με τον Paul Badura-Skoda, τον πιανίστα που θαύμαζα από τα φοιτητικά μου χρόνια. ‘Ομως στην συνάντηση όλα κύλησαν μόνα τους, απλά και εγκάρδια, σαν μία φιλική κουβεντούλα για την ομορφιά της ζωής – την ομορφιά του να βλέπεις τα πράγματα όπως ο Badura-Skoda.
X.A.: Φέτος γιορτάσατε τα 50 χρόνια συναυλιών σας στις Η.Π.Α με μία μεγάλη περιοδεία σε 20 και πλέον πολιτείες και τώρα συνεχίζετε με μια σειρά συναυλιών στην Γηραιά ‘Ηπειρο. Επίσης το πρόγραμμά σας περιλαμβάνει ηχογραφήσεις και διδασκαλία σε master classes. Πώς οργανώνετε τον χρόνο σας για να τα προλαβαίνετε όλα αυτά; Και βέβαια υπάρχει και η ανάγκη για ξεκούραση και φυσικά η μελέτη, αν βέβαια ακόμα μελετάτε, δεν ξέρω… (χαμόγελα)
Paul Badura-Skoda: Α! Πάρα πολύ! Η μελέτη είναι το πρώτο και σπουδαιότερο καθήκον για έναν μουσικό καριέρας. Μόνο έτσι μπορεί να διατηρήσει τις πιανιστικές ικανότητές του. Βέβαια με την πάροδο των ετών και με την πολλή εξάσκηση, το παίξιμο έρχεται από μόνο του, σαν κάτι πολύ φυσικό.
Λοιπόν το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να οργανώνω τον χρόνο μου πολύ προσεκτικά και όπως πολύ σωστά αναφέρατε, ο χρόνος για χαλάρωση και ξεκούραση είναι εξ’ίσου σημαντικός με την παραγωγική εργασία. Επίσης δεν ξεχνώ τι ανεκτίμητο στοιχείο είναι ο χρόνος ο οποίος στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ως έννοια αλλά ορίζει και ορίζεται από την δική μας πραγματικότητα.
Αυτό λοιπόν που κάνω είναι να συγκεντρώνομαι στα πιο επείγοντα πράγματα ξεκινώντας με την σωστή ιεράρχηση των θεμάτων. ‘Ετσι οι εμφανίσεις και η μελέτη είναι στο νο.1 πάντα. Η μελέτη με άλλους τρόπους (διάβασμα βιβλίων για μουσικά θέματα, αναλύσεις έργων και εκτελέσεων π.χ) είναι επίσης σημαντική όπως και η συνεύρεση με φίλους μουσικούς.
Σχετικά με την διδασκαλία, θα έλεγα οτι δεν διδάσκω πια τόσο πολύ. Bρίσκω πιο απαραίτητο να επικοινωνώ την τέχνη μου μέσω των συναυλιών. Πιστεύω οτι αυτός είναι ο πιο αυθεντικός, ο πιο καλός τρόπος για να φέρνω τους μεγάλους συνθέτες πίσω στη ζωή. Για μένα δεν υπάρχει αυτό που αποκαλούν “μουσική του παρελθόντος” (music of the past). Κάθε τι που κάνω είναι “παρόν” (present).
Τέλος αυτό που κατάλαβα είναι οτι το να διαβάζω εφημερίδες ή να παρακολουθώ τηλεόραση είναι τις περισσότερες φορές μη απαραίτητο. Διαβάζω έντυπα όταν ταξιδεύω, μέσα στα τραίνα και τα αεροπλάνα, αλλά στο σπίτι μου μπορώ να κάνω και χωρίς αυτά και παρότι έχω συσκευή τηλεόρασης, την χρησιμοποιώ πολύ σπάνια, παρακολουθώντας μόνο συγκεκριμένα γεγονότα. ‘Ολα αυτά με βοηθούν στο να έχω τον χρόνο μου υπό έλεγχο.
X.A.: Ποιά ήταν η προσωπικότητα που σας επηρέασε περισσότερο στα χρόνια σας ως σπουδαστής αρχικά και αργότερα στα χρόνια των πρώτων εμφανίσεων σας;
Paul Badura-Skoda: Υπήρχαν πολλοί πιανίστες από τους οποίους εμπνεύστηκα και επηρεάστηκα. Αναμφισβήτητα ήταν ο εξαιρετικός πιανίστας Edwin Fischer, μία θρυλική φυσιογνωμία και συγχρόνως τόσο διαφορετική από όλους τους άλλους μουσικούς. Οι νέοι άνθρωποι εξακολουθούν και ανακαλύπτουν τον Fischer μέσα από τις ηχογραφήσεις του και νιώθουν το δημιουργικό πνεύμα που είχε. Ο φίλος μου Brendel * τον αποκαλεί “η μόνη ιδιοφυία ανάμεσα στους πιανίστες”. Υπάρχουν πολλοί καλοί πιανίστες και μάλιστα ιδιαίτερα καλοί αλλά ο Fischer είχε την ικανότητα να παίζει με τρόπο μοναδικό. Ο Edwin Fischer από την μία και ο Wilhelm Furtwängler από την άλλη, ο εξαίρετος μαέστρος που παρεμπιπτόντως ήταν και καταπληκτικός πιανίστας. Υπάρχουν πολύ λίγες ηχογραφήσεις του αλλά όταν έπαιζε, έβγαζε έναν τόσο μελωδικό ήχο, ποτέ ξερό αλλά πάντα ήχο που σε συγκινούσε. ‘Ισως η καλύτερη ηχογράφηση του Furtwängler που μπορείτε να ακούσετε είναι αυτή που συνοδεύει την Elisabeth Schwarzkopf που εκτός από το υπέροχο ηχόχρωμα είναι και από τεχνικής πλευράς άριστο. Αυτά ήταν λοιπόν τα δύο πρότυπα μου.
X.A.: Πολλές φορές οι μουσικόφιλοι βλέπουν μόνο την γοητευτική πλευρά της ζωής ενός πιανίστα που περιοδεύει. Δεν συνειδητοποιούν πόσες θυσίες και σκληρή δουλειά (σωματική και πνευματική), απαιτούνται για αυτό τον τρόπο ζωής. Υπάρχει κάτι που αισθανθήκατε έντονα οτι θυσιάσατε για την καριέρα σας;
Paul Badura-Skoda: ‘Οχι, όχι!! Πρόκειται για σκληρή δουλειά αλλά η δουλειά μας είναι ευχαρίστηση, είναι η συνεύρεση με τα μεγαλύτερα πνεύματα της ανθρώπινης ιστορίας, είναι σαν να διαβάζεις ποίηση. Η εξάσκηση είναι σκληρή δουλειά αλλά αισθάνεσαι τον σκοπό της. Είναι λογικό που αισθανόμαστε οι πιο τυχεροί άνθρωποι του κόσμου. Φυσικά δεν κερδίζουμε τα χρήματα που βγάζουν όσοι ασχολούνται με χρηματοοικονομικά ή άλλες εργασίες, αλλά γενικά πιστεύω πώς είμαστε πιο ευτυχισμένοι από άλλους όσο αισθανόμαστε οτι κάνουμε το σωστό, αυτό που μας ταιριάζει.
X.A.: Ο Glenn Gould λάτρευε τις ηχογραφήσεις ενώ ο Horowitz** υποστήριζε οτι οι συναυλίες είναι αναγκαίες για μία εποικοδομητική σχέση κοινού-μουσικών. Εσείς τι απολαμβάνετε περισσότερο;
Paul Badura-Skoda: Και τα δύο! ‘Εχω συναντήσει τον Glenn Gould όταν ακόμη εμφανιζόταν σε συναυλίες και τον καταλαβαίνω γιατί τις αντιπαθούσε – γιατί όταν παίζεις σε “ζωντανό” ακροατήριο πολλά μπορούν να συμβούν: να μην είσαι εξοικειωμένος με το συγκεκριμένο πιάνο, να είσαι άρρωστος, να είναι τα χέρια σου παγωμένα στην αρχή της συναυλίας… Αισθάνεσαι οτι όλα είναι μία τρομερή πρόκληση από την οποία πρέπει να βγείς νικητής. Αντίθετα, όταν ηχογραφείς, μπορείς να επαναλάβεις το ίδιο κομμάτι 20 φορές ωσότου βρεις την ζητούμενη λύση. Είχε πολύ ενδιαφέρον ο τρόπος που έκανε τις ηχογραφήσεις ο Gould γιατί τις οργάνωνε με τέτοιο τρόπο που θύμιζε τον ζωγράφο που ζωγραφίζει και ξαναεπεμβαίνει στον ίδιο καμβά με αλλαγές και νέο υλικό, πράγμα που στις “ζωντανές” εκτελέσεις δεν μπορείς να το κάνεις. Εκεί επικρατεί ένας άλλος, περίεργος κόσμος. ( Είναι ατυχές βέβαια που χρησιμοποιούμε τον όρο “ζωντανή εκτέλεση” για μία συναυλία γιατί το να παίζεις σε μία ηχογράφηση δεν είναι “νεκρή εκτέλεση”, τέλος πάντων). Εκεί λοιπόν αισθάνεσαι το κοινό, σου φέρνει κάτι πίσω, ακόμη και όταν είναι τελείως σιωπηλό. Ωστόσο όταν κάνω ηχογραφήσεις δεν αισθάνομαι οτι γίνεται κάτι “μηχανικό”. Προσκαλώ φίλους και γνωστούς και από τις αντιδράσεις τους αλλά και από τα πρόσωπα των μουσικών της ορχήστρας καταλαβαίνω πολλά για το μουσικό αποτέλεσμα. Ετσι λοιπόν πιστεύω οτι τα 2 αυτά πράγματα αλληλοσυμπληρώνονται. Η πρόβλεψη του Glenn Gould οτι η εποχή των συναυλιών έφτασε στο τέλος της, αποδείχτηκε τελείως λάθος. Είναι περίπου όπως ο κινηματογράφος και το θέατρο, συνυπάρχουν.
X.A.: Σε ποιο μέρος του κόσμου συναντήσατε το πιο ενδιαφέρον κοινό;
Paul Badura-Skoda: Μα βέβαια στην Ελλάδα!! (Γέλια!) Τι άλλο περιμένατε; ‘Ο,τι είπα δεν ήταν από ευγένεια. Το Ελληνικό κοινό με ακολουθεί από την πρώτη μου νιότη. Η πρώτη μου επίσκεψη ήταν όταν ήμουν 25 ετών και τώρα είμαι μετά τα 76, άρα 52 χρόνια εμπειρίας μου το δίδαξαν αυτό!
X.A.: Σας ευχαριστώ! Να μιλήσουμε τώρα για την τελευταία δισκογραφική δουλειά σας, τις 32 σονάτες του Beethoven; Μπορείτε να τις συγκρίνετε με κάποιο τρόπο με παλαιότερες ηχογραφήσεις των ίδιων έργων;
Paul Badura-Skoda: Βεβαίως, αλλά είναι ήδη η προτελευταία μου δουλειά! Θα σας μιλήσω για τον τελευταίο δίσκο που θα κυκλοφορήσει αυτές τις μέρες από μία νέα γερμανική δισκογραφική εταιρία, την “Genuin Records”. Πρόκειται για μία πολύ προσεκτική επιλογή από 1000 και πλέον ηχογραφήσεις του προσωπικού μου αρχείου που κρατώ από τα πρώτα της καριέρας μου. Είναι κάτι σαν μουσική βιογραφία από όταν ήμουν 14 ετών εώς το 2003 και περιλαμβάνει συναυλίες με ορχήστρες, μουσική δωματίου, έργα για πιάνο και 4 χέρια, συναυλίες όπου διευθύνω καθώς επίσης ιστορίες από την ζωή μου τις οποίες αφηγούμαι στην γερμανική γλώσσα, κυρίως. (Καθ’ότι ή παραγωγή είναι γερμανικής εταιρίας) ‘Ολο αυτό το έργο αποτελείται από 8 CD.
X.A.: Ακούγεται πραγματικά εξαίσια δουλειά! Ας πάμε σε ένα επόμενο θέμα.
‘Ησασταν από τους πρώτους καλλιτέχνες που ερμηνεύατε και ηχογραφούσατε έργα σε μουσικά όργανα εποχής. Απόψε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών θα ερμηνεύσετε την σονάτα Appassionata του Beethoven. Προτιμάτε να παίζετε το έργο αυτό σε σύγχρονο πιάνο ή παλαιό;
Paul Badura-Skoda: Δεν θα μπορούσα να απαντήσω σε αυτό αμέσως … (Σιωπή…) ‘Ενα σύγχρονο πιάνο μας δίνει την τεράστια δυνατότητα να βγαλουμε τους ήχους με ένταση, δύναμη, πάθος, ειδικά σε ένα έργο σαν αυτό (Appassionata) ενώ ένα φορτεπιάνο ή άλλο όργανο εποχής με το να αυτοπεριορίζεται λόγω κατασκευής μας δίνει το συναίσθημα της πάλης που είχε ο Beethoven ενάντια στα όρια της εποχής του. Αλλά τα όρια υπάρχουν παντού. Στην μεγάλη αίθουσα του Μεγάρου θα ήταν λάθος να έπαιζα σε όργανο εποχής γιατί ο ήχος θα ήταν πολύ λίγος. Παντού πρέπει να υπάρχει αναλογία. Θυμηθείτε οτι οι αίθουσες μουσικής της εποχής του Beethoven ή του Mozart είχαν χωρητικότητα το πολύ 600-700 άτομα, και όχι 3.000 όπως σήμερα. Επίσης οι άνθρωποι ήταν συνηθισμένοι σε εκείνους τους ήχους. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Το κοινό της εποχής του Beethoven θα παραξενευόταν πολύ στο άκουσμα ενός σύγχρονου πιάνου. Και για τους ακροατές της εποχής μας, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Τα όργανα εποχής ηχούν για πολλούς, περίεργα, εξωτικά, στο βαθμό που εντέλει δεν παρακολουθούν την μουσική αλλά το “περίεργο” ηχόχρωμα. Αλλά αγαπώ να παίζω σε όργανα εποχής και είναι σημαντικότατο για μένα που έχω ηχογραφήσει όλες τις σονάτες του Beethoven και με τους δύο τρόπους. Ηχογράφησα αρχικά τις σονάτες σε σύγχρονο πιάνο και ύστερα από περίπου 15 χρόνια τις ηχογράφησα εκ νέου παίζοντας σε όργανα εποχής. Στην διάρκεια μεταξύ της εποχής που έγραψε ο Beethoven την πρώτη και την τελευταία σονάτα, τα όργανα εξελίχθηκαν πολύ, όπως ξέρετε. ‘Ετσι λοιπόν είναι πολύ συναρπαστικό που μπόρεσα και έδειξα μέσα από αυτές τις ηχογραφήσεις μου την ποικιλία και την εξέλιξη των οργάνων.
X.A.: Ομως ποιόν ήχο αγαπάτε περισσότερο;
Paul Badura-Skoda: Εξαρτάται, πραγματικά εξαρτάται.
Σε κάποια έργα είναι ο ήχος του σύγχρονου πιάνου, δεν διστάζω να το πω, κυρίως σε έργα του Beethoven που, όπως λέμε αναδεικνύουν την φουτουριστική πλευρά του συνθέτη. Σε κάποια άλλα έργα όπως οι πρώιμες σονάτες του, προτιμώ την αυθεντικότητα του ήχου ενός παλαιού πιάνου στο οποίο μπορείς να έχεις δυναμικές και ζωντάνια που σε αφήνουν κυριολεκτικά άφωνο. Η πρώτη σονάτα “βγήκε” πολύ ωραία και φυσικά, παιζόμενη σε πιάνο Schanz ***, ένα πιάνο σύγχρονο του συνθέτη.
X.A.: Πάντως ακόμη και όταν ερμηνεύετε έργα με ένα σύγχρονο πιάνο, ο ήχος είναι τόσο υπέροχος και καθόλου κρουστός (non-percussive), που ακούγεται σαν να έχετε μπροστά σας ένα πιάνο εποχής, όταν είναι βέβαια αυτό το ζητούμενο. Πώς το πετυχαίνετε αυτό;
Paul Badura-Skoda: Αυτό δεν γίνεται πάντα, βέβαια. Μερικές φορές το παίξιμο μου πρέπει να ακούγεται κρουστό και έντονο, αν αυτό είναι απαραίτητο. Στην μουσική είναι πολύ ενδιαφέρον να σταθούμε και να ακούσουμε τον τρόπο που ερμηνεύουν οι αποκαλούμενοι μοντέρνοι συνθέτες (που βέβαια, τώρα πια είναι ιστορικοί) τα ίδια τα έργα τους. Τότε θα παρατηρήσουμε οτι δεν είναι καθόλου έντονο και ξερό το παίξιμό τους. Πολλά από τα έργα του Bela Bartok νομίζουμε οτι πρέπει να παίζονται σκληρά και κρουστά όπως το έργο του “Allegro Barbaro”, αλλά το ίδιο το παίξιμο του συνθέτη απείχε πολύ από το να ακούγεται “βάρβαρο”. ‘Οταν μάλιστα δείτε τις φωτογραφίες του θα νιώσετε και εσείς πόσο ευαίσθητος άνθρωπος ήταν. Συμπτωματικά έχω έναν καλό κοινό φίλο με τον Bartok, τον 100ετή συνθέτη Jeno Takacs ο οποίος ήταν μαθητής του και μου έχει μιλήσει για αυτόν. Ο Bartok ζύγιζε μόλις 50 κιλά, δεν ήταν μικροκαμωμένος αλλά ήταν μία εξαιρετικά λεπτή και ευαίσθητη φιγούρα. Σκεφθείτε λοιπόν οτι η φύση του και μόνο θα ήταν εμπόδιο για να μπορεί να παίζει με πολλή μεγάλη ενέργεια και ένταση. Και όσο σκέφτομαι και άλλους συνθέτες, ο Scriabin για παράδειγμα και η φημισμένη ETUDE του σε ρε δίεση ελάσσονα, op.8, No 12, την οποία όταν ακούω σε διαγωνισμούς έχω την αίσθηση οτι οι πιανίστες προσπαθούν να δείξουν την μυϊκή τους δύναμη και ποιός θα παίξει δυνατότερα. Αλλά ακούγοντας τις λιγοστές ηχογραφήσεις του Scriabin που ευτυχώς υπάρχουν, θα δούμε οτι το παίξιμο του ήταν ποιητικότατο και καθόλου κρουστό και σκληρό. Αυτό είναι τόσο εμφανές δε, που το νιώθουμε παρά τις τεχνικές δυσκολίες των παλαιών ηχογραφήσεων. Βέβαια σε κάποια έργα όπως αυτά των Prokofiev ή Boulez, γιά παράδειγμα, ο κρουστός και σκληρός ήχος είναι απαραίτητος.
Πάντως την εποχή που εγώ μεγάλωνα και σπούδαζα, το φίνο παίξιμο ήταν κάτι το ιερό (“sheer playing was a sacred thing”) και οι μεγάλοι δάσκαλοι όταν άκουγαν τους μαθητές να “κοπανούν” το πιάνο θύμωναν πάρα πολύ. ‘Οπως στα γαλλικά λέμε “cogner” ή στα ιταλικά “pestare” (κοπανάω άγαρμπα).
Και επίσης θυμάμαι όταν έπαιρνα μαθήματα με τον Alfred Cortot, (ακόμη ένα από τα είδωλά μου) πόσο θύμωνε όταν άκουγε να ερμηνεύουν Chopin κοπανώντας τα πλήκτρα. Μα και ο ίδιος ο Chopin είναι άλλο ένα παράδειγμα, ξέρετε. Μισούσε τους πιανίστες που έπαιζαν κούφια και ηχηρά και τους έλεγε “παίζετε σαν Γερμανός” κάτι όχι πολύ κολακευτικό για τους γερμανούς πιανίστες (γέλια) και πραγματικά πολύ άδικο αν σκεφθείτε μουσικούς σαν τον Fischer, Backhaus… ή τον Wilhelm Kempff.
X.A.: Ποιος νομίζετε οτι είναι ο ύψιστος στόχος για έναν πιανίστα, από τεχνική και μουσική άποψη;
Με έναν διαφορετικό τρόπο θα έλεγα οτι το πιάνο ανέκαθεν είχε 2 πλευρές, από τα πρώτα του χρόνια ακόμη. Από την μία είναι η φίνα δεξιοτεχνία, ταχύτητα των δαχτύλων και των χεριών και από την άλλη η ικανότητα να μεταμορφώσεις το πιάνο, όπως λένε, σε μία ορχήστρα, να το κάνεις να “τραγουδάει”. Το θέμα είναι οτι αυτοί οι στόχοι πρέπει να επιτευχθούν και οι δύο. Πιανίστες που απλώς παίζουν με αίσθημα, μαλακά και μελωδικά, δεν μπορούν να προχωρήσουν και αντιστοίχως, μουσικοί που μπορούν μόνο να κάνουν επίδειξη δεξιοτεχνίας, γρήγορες οκτάβες κλπ χωρίς να έχουν μουσικότητα (αυτό που εγώ αποκαλώ “τσίρκο”), κάνουν κακό στον σκοπό της μουσικής.
Θα σας πω ένα περιστατικό από τον διαγωνισμό πιάνου στις Βρυξέλες τον περασμένο Μάιο, όπου ήμουν μέλος της κριτικής επιτροπής. ‘Ηταν λοιπόν ένας θαυμάσιος νέος πιανίστας από την Κορέα, το όνομα του ήταν Λιν ό οποίος έπαιξε το 1ο Κοντσέρτο του Tchaikovsky σαν να επρόκειτο για επίδειξη για τις πιο γρήγορες και δυνατότερες οκτάβες. Δεν είχε δε, την παραμικρή μουσικότητα, πράγμα που με έκανε να απογοητευτώ βαθύτατα. Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν πήρε το πρώτο βραβείο. Πήρε το 3ο βραβείο το οποίο όμως δεν δέχτηκε γιατί πίστευε οτι αδικήθηκε. ‘Ετσι μπορείτε να δείτε σε ένα ακραίο παράδειγμα πού οδηγεί αυτό που αποκαλώ “circus playing”. Δεν χρησιμοποιώ τον όρο “δεξιοτεχνία” για τέτοιες περιπτώσεις γιατί η λέξη “virtuosity” απορρέει από την έννοια του να είσαι “virtuous”, να έχεις δηλαδή μεγάλες και ηθικές αξίες. Αν σκεφτείτε έναν από τους σπουδαιότερους ιστορικούς πιανίστες, ίσως τον μεγαλύτερο πιανίστα όλων των εποχών, τον Franz Liszt, θα δείτε ότι ήταν “εκεί” για να αναδημιουργεί μουσική, να φέρνει το ακροατήριο του σε λυγμούς και πλούτο συναισθημάτων και όλο αυτό είναι πολύ πιο σημαντικό από την απαράμιλλη τεχνική του. ‘Ετσι αυτή είναι η απάντηση μου σε αυτό το φλέγον θέμα.
X.A.: Δεν έχω λόγια για να σας ευχαριστήσω για τον χρόνο σας και που μοιραστήκατε μαζί μας τις σκέψεις σας.
Paul Badura-Skoda: ‘Ηταν και δική μου η χαρά.
*Alfred Brendel, 1931-, πιανίστας
**Vladimir Horowitz, 1903-1989, πιανίστας
***Schanz-Πιάνο με 6 ½ οκτάβες που κατασκεύαζε στην Βιέννη ο Johann Schanz γύρω στο 1827