
Οι θαμώνες του Εθνικού Θεάτρου στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου έχουν σίγουρα παρατηρήσει ότι εμπρός από τη σκηνή υπάρχει μία κανονική ορχηστρική τάφρος. Υπήρξε πράγματι μία εποχή που τα θεατρικά έργα μπορούσαν να συνοδεύονται από μία πλήρη συμφωνική ορχήστρα. Η θεατρική σκηνή ενέπνευσε σπουδαίους συνθέτες, όπως ο Μπετόβεν, ο Σούμπερτ, ο Γκρηγκ. Για πολλού μουσικούς, η λεγόμενη “σκηνική μουσική” υπήρξε πηγή έμπνευσης εξίσου σημαντική με την όπερα. Ξεχωριστή θέση σε αυτήν την παράδοση κατέχουν οι θεατρικές συνθέσεις του Φέλιξ Μέντελσον (Felix Mendelssohn).
Η θεατρική δραστηριότητα του Μέντελσον οφείλεται αποκλειστικά σε παραγγελίες του βασιλιά της Πρωσίας, Φρειδερίκου Γουλιέλμου Δ’. Ο θεατρόφιλος μονάρχης ανέθεσε στον Μέντελσον να γράψει μουσική για συνολικά τέσσερα έργα: την Αντιγόνη του Σοφοκλή (Op. 55), το Όνειρο Θερινής Νυκτός του Σαίξπηρ (Op. 61), τον Οιδίποδα επί Κολωνώ του Σοφοκλή (Op. 93) και την Αθαλία του Ρακίνα (Op. 74). Από τα τέσσερα, το Όνειρο, που πρωτοπαίχτηκε στο Πότσδαμ το 1843 (14 Οκτωβρίου), ήταν και παραμένει ως σήμερα το πιο δημοφιλές.
Ο Μέντελσον συνέθεσε τη μουσική σε δύο εντελώς ανεξάρτητες μεταξύ τους φάσεις. Έγραψε την περίφημη εισαγωγή (Op. 21) μόλις 17 ετών, το 1826, χωρίς κάποια παράσταση κατά νου, δημιουργώντας ένα νέο μουσικό είδος, τη “συναυλιακή εισαγωγή” ή αλλιώς “ουβερτούρα κοντσέρτου”. Το 1842 την ξαναχρησιμοποίησε ως εισαγωγή για την νέα σκηνική μουσική που συνέθεσε, για δύο σοπράνο, γυναικεία χορωδία και ορχήστρα, έργο 61, η οποία, όταν παίζεται ολόκληρη, περιλαμβάνει 13 νέα μέρη. Παρά τα 16 χρόνια που χωρίζουν την εφηβική εισαγωγή από τη μουσική της ωριμότητας, το ύφος είναι ομοιογενές.

Η εισαγωγή είναι περίφημη για την ευαισθησία με την οποία αναπλάθει τον μαγεμένο κόσμο παραμυθιού του Σαίξπηρ. Η λεπτότητα της ενορχήστρωσης (θρόισμα των εγχόρδων, συγχορδίες των ξύλινων πνευστών και του κόρνου) δημιουργεί μια διαδοχή μουσικών εντυπώσεων που βρίσκονται πέρα από την απλή περιγραφή ή την υποβολή μιας εντύπωσης. Η σκηνική μουσική συμβάλλει στη δημιουργία του μαγικού κλίματος που ζητά το έργο, που εξελίσσεται “σε ένα δάσος κοντά στην (αρχαία) Αθήνα”, στο οποίο οι άνθρωποι συνυπάρχουν με τα ξωτικά. Τα φωνητικά μέρη μπορούν να ερμηνευθούν εξίσου στο πρωτότυπο κείμενο του Σαίξπηρ ή στη γερμανική μετάφραση – και ενίοτε και σε άλλη γλώσσα. Για να τονίσει την ενότητα της σύνθεσης, ο Μέντελσον κλείνει το έργο με τις αρχικές συγχορδίες της εισαγωγής.
Η Α΄ Πράξη του έργου μετά την εισαγωγή παιζόταν ολόκληρη χωρίς μουσική. Το αέρινο scherzo χρησίμευε ως σύνδεση με τη B’ πράξη, η οποία κλείνει με το intermezzo. Στο νυχτερινό της Γ’ πράξης, το νοσταλγικό σόλο του κόρνου συνοψίζει τη ρομαντική ομορφιά αυτής της μαγεμένης νύχτας. Το γαμήλιο εμβατήριο είχε αρχικά σκωπτικό χαρακτήρα, καθώς κοσμεί τον γάμο της Βασίλισσας των Ξωτικών, Τιτάνια, με τον τεχνίτη Bottom (καλύτερα αμετάφραστο), μεταμορφωμένο σε γάιδαρο. Όμως εξευγενίστηκε και έγινε δημοφιλές, όταν το 1858 το επέλεξε η βρετανίδα πριγκίπισσα Βικτώρια για τον γάμο της με τον πρίγκηπα Φρειδερίκο Γουλιέλμο της Πρωσίας. Το σύντομο, ειρωνικό πένθιμο εμβατήριο, αποτολμά μία παρωδική μεταμόρφωση της μουσικής που θα ξανακούσουμε στην 1η Συμφωνία του Μάλερ.
Μία τεχνική που ο Μέντελσον χρησιμοποιεί επίσης στη σκηνική μουσική του είναι το μελόδραμα, δηλαδή ο συνδυασμός μουσικής με πεζό λόγο, τον οποίο η μουσική σχολιάζει. Στην αίθουσα των συναυλιών αυτό συχνά παραλείπεται, αλλά η παρουσία ενός τουλάχιστον ηθοποιού είναι σημαντική για να αναδειχθεί πέρα από τη μουσική ποιότητα και η δραματουργική διάσταση της μουσικής σύνθεσης, ειδικά όταν αφορά ένα αριστούργημα του θεάτρου.
Το «Όνειρο Θερινής Νυκτός» (A Midsummer Night’s Dream), ή ίσως «Όνειρο μιας Βραδιάς του Κατακαλόκαιρου» ένα από τα πιο δημοφιλή έργα του Σαίξπηρ και ένα από αυτά που ο ελισαβετιανός δραματικός ποιητής έχει τοποθετήσει στην αρχαία Αθήνα. Είναι μια κωμωδία που παρακολουθεί τις παράλληλες ερωτικές ιστορίες τεσσάρων ζευγαριών, μεταξύ των οποίων του βασιλιά της Αθήνας Θησέα και της Ιππολύτης. Περιλαμβάνει επίσης μια ομάδα ερασιτεχνών ηθοποιών που προετοιμάζουν θεατρική παράσταση για τον βασιλικό αθηναϊκό γάμο σε ένα μαγικό δάσος με ξωτικά που παρεμβαίνουν στην πορεία των ανθρώπων.
Πολλά χρόνια πριν το ανέβασμα της σκηνικής μουσικής η πρεμιέρα της Εισαγωγής είχε δοθεί στις 20 Φεβρουαρίου 1827 στο Στέτιν (σημερινή Πολωνία), σε μία συναυλία στην οποία παίχτηκε επίσης η 9η Συμφωνία του Λούντβιχ φαν Μπετόβεν. Στη συναυλία του Ωδείου Ηρώδου Αττικού της σκηνικής μουσικής του Μέντελσον στις 28 Ιουνίου 2025 θα προηγηθεί το 3ο Κοντσέρτο για πιάνο του Λούντβιχ φαν Μπετόβεν. Σολίστ θα είναι ο Εμμάνουελ Αξ, ένας σπουδαίος ερμηνευτής διάσημος για την ευαισθησία και την ισορροπία του καθώς και για τις ερμηνείες του στα έργα της κλασικής και ρομαντικής περιόδου, ιδίως συνθετών όπως ο Μπετόβεν και ο Μέντελσον.
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
- ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ ΜΠΕΤΟΒΕΝ (1770-1827)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 3 σε ντο ελάσσονα, έργο 37 - ΦΕΛΙΞ ΜΕΝΤΕΛΣΟΝ (1809-1847)
Εισαγωγή στο Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας, έργο 21
Σκηνική μουσική για το Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας, έργο 61
ΣΟΛΙΣΤ:
Εμάνουελ Αξ | πιάνο
Μυρσίνη Μαργαρίτη | υψίφωνος
Άρτεμις Μπόγρη | μεσόφωνος
Δημήτρης Αλεξανδρής | αφηγητής
ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: Λουκάς Καρυτινός
Συμμετέχει το γυναικείο φωνητικό σύνολο Equábili Vocal Ensemble
Διδασκαλία-διεύθυνση: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Περισσότερα για την συναυλία…