
Κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες οι φίλοι της ελληνικής λόγιας μουσικής ευτύχησαν να δουν πολλά νέα πράγματα να συμβαίνουν. Η άτυπη σεζόν 2003-2004 επεφύλασσε πολλές ευχάριστες εκπλήξεις και μακάρι να υπάρξει συνέχεια σε αυτή τη προσπάθεια. Κάνοντας ένα πρόχειρο απολογισμό θα σταθούμε στη παρουσίαση του ορατορίου ‘Aγιος Παύλος του Πετρίδη από τον άοκνο εργάτη της ελληνικής μουσικής, Βύρωνα Φιδετζή, τη κυκλοφορία μιας κασετίνας δώδεκα δίσκων ακτίνας και ενός τόμου σε συνεργασία της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών με τη Πολιτιστική Ολυμπιάδα, τη παρουσίαση πολλών ελληνικών έργων από ελληνικά αλλά και ξένα σύνολα (ακούσαμε και έργα νέων ελλήνων συνθετών όπως του Μηνά Μπορμπουδάκη αλλά και άλλων ενώ θα ακούσουμε και έργα των Δροσίτη, Ευαγγελάτου, Σισιλιάνου κ.ά). Σημαντική εξέλιξη θα πρέπει να θεωρείται και η έκδοση από την Ένωση Ελλήνων Μουσουργών του περιοδικού Αντίφωνο το οποίο ήρθε να προστεθεί στη προσπάθεια για ενημέρωση των μουσικόφιλων της χώρας μας μαζί με τα άλλα περιοδικά μουσικολογικής υφής που κυκλοφορούν. Ακόμα, δε πρέπει να λησμονούμε και τα δύο μουσικολογικά συνέδρια που διοργανώθηκαν, το ένα στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο τον Οκτώβριο που μας πέρασε και το άλλο στο Μέγαρο Μουσικής από το περιοδικό Μουσικολογία. Και τα δύο είχαν αθρόα συμμετοχή σημαντικών προσωπικοτήτων του εγχώριου αλλά και του διεθνούς μουσικολογικού χώρου. Επίσης, είναι σημαντικό να αναφέρουμε την αναγγελία έναρξης λειτουργίας Μουσικής Ακαδημίας στη χώρα μας από το επόμενο ακαδημαϊκό έτος, ένα αίτημα δεκαετιών του μουσικού κόσμου της Ελλάδας. Φυσικά υπάρχουν και άλλες ενέργειες που έγιναν κατά τη διάρκεια των τελευταίων δώδεκα μηνών και λόγω χώρου δε μπορούν να αναφερθούν διεξοδικά και οι οποίες βοήθησαν και αυτές με τον τρόπο τους στη καλυτέρευση των συνθηκών για τους ανθρώπους που εργάζονται, ερευνούν και δημιουργούν στο χώρο της μουσικής.
Μέσα λοιπόν σε αυτό το κλίμα έρχεται η παρουσίαση της όπερας Ρέα του Σπυρίδωνος Σαμάρα από τα μουσικά σύνολα της ΕΡΤ, τα οποία μοιάζουν να υπολειτουργούν τα τελευταία χρόνια (ειδικότερα η Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα) μετά και το θάνατο του Μιλτιάδη Καρύδη. Η όπερα παρουσιάζεται από την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ υπό τη διεύθυνση του Νίκου Αθηναίου στις 20 Αυγούστου και με τραγουδιστές τη Δήμητρα Θεοδοσίου, τον Ίαν Στόρεϊ, το Λούτσιο Γκάλο, το Δημήτρη Καβράκο, τη Μαρίνα Βουλογιάννη και το Γιάννη Χριστόπουλο. Η παρουσίαση της όπερας αυτής στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών συνέπεσε και με την επανέκδοση, σε δίσκο ακτίνας αυτή τη φορά και επεξεργασμένης ηλεκτρονικά για καλύτερο ήχο, της εταιρίας LYRA. Το έργο αυτό είχε παιχθεί πριν από είκοσι χρόνια στο Φεστιβάλ της Κέρκυρας από τη Συμφωνική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας της Σόφιας υπό τη διεύθυνση του Βύρωνος Φιδετζή. Η ζωντανή αυτή εκτέλεση είχε μεταφερθεί και κυκλοφορήσει σε δίσκους βινυλίου αλλά δεν είχε αναπαραχθεί ποτέ σε δίσκο ακτίνας. Η Ρέα είναι ένα έργο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως “ολυμπιακή όπερα” μιας και περιέχει πολλά στοιχεία, τα οποία θα δούμε παρακάτω, με ευθεία αναφορά στα ιδεώδη που διέπουν τους ολυμπιακούς αγώνες. ‘Aλλωστε, ο Σπύρος Σαμάρας ήταν ο συνθέτης του Ολυμπιακού ύμνου σε στίχους Κωστή Παλαμά για τους αγώνες της Αθήνας του 1896 και ο οποίος ακούγεται κατά την έναρξη όλων των Ολυμπιάδων από το 1920 και ύστερα.
Ο Σαμάρας γεννήθηκε το 1861 και πέθανε το 1917. Έκανε μεγάλη καριέρα στα λυρικά θέατρα του εξωτερικού και κυρίως της Ιταλίας, όπου έργα του παίζονταν για πάρα πολλά χρόνια και μετά το θάνατο του. Υπήρξε ένας από τους κυριότερους εκφραστές της επτανησιακής μουσικής σχολής. Αρκετά από τα έργα του έχουν χαθεί ή θεωρούνταν χαμένα μέχρι που οι προσπάθειες του Φιδετζή κατάφεραν να τα φέρουν και πάλι στο φως. Όπως αναφέρεται και στο συνοδευτικό τομίδιο του δίσκου ακτίνας αλλά και όπως είχε εξιστορήσει ο Φιδετζής στη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στον υπογραφόμενο για λογαριασμό της ιστοσελίδας classicalmusic.gr, η Ρέα βρέθηκε στην Ιταλία ύστερα από πολλές περιπέτειες ενώ η Ξανθούλα βρέθηκε στη δημόσια βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης.
Η μουσική που προερχόταν από συνθέτες των επτανήσων, ειδικά οι όπερες που ήταν γραμμένες στην ιταλική γλώσσα, συνάντησαν την αντίθεση των εκπροσώπων της εθνικής μουσικής σχολής, η οποία είχε ως κύριο εκφραστή της το Μανώλη Καλομοίρη. Η αλήθεια είναι ότι μέσα στην αγωνία της καθιέρωσης ελληνικού ιδιώματος στη μουσική οι οπαδοί της εθνικής σχολής προσπάθησαν να βρουν ένα αντίπαλο δέος για να αντιπαρατεθούν και να εδραιωθούν. Έτσι ξεκίνησε μία πολεμική εναντίον του Σαμάρα αλλά και άλλων επτανήσιων συνθετών από δημοτικιστές και οπαδούς της εθνικής ιδέας. Ο Συναδινός, επί παραδείγματι, ο οποίος έχει γράψει και μία αρκετά χρήσιμη ιστορία της ελληνικής μουσικής, θεωρούσε ότι οι συνθέτες από τα επτάνησα έγραφαν ιταλική και όχι ελληνική μουσική. Στο ίδιο μήκος κύματος βρισκόταν και ο Καλομοίρης κατά τα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα. Από την άλλη, οι επτανήσιοι συνθέτες και ο Σαμάρας ειδικότερα απολάμβαναν μία αρκετά σημαντική φήμη και είχαν αρκετές συμπάθειες στους μουσικόφιλους κύκλους της Ελλάδας της εποχής εκείνης. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι ο Καλομοίρης αναθεώρησε πλήρως τη θέση του για την επτανησιακή μουσική και τον Σαμάρα ειδικότερα ύστερα από κάποια χρόνια. Αυτό συνέβη όταν πλέον η εθνική μουσική σχολή είχε εδραιωθεί πλήρως. Μέχρι και έργα του Σαμάρα διηύθυνε ο Καλομοίρης κατά τη διάρκεια καλλιτεχνικού μνημόσυνου που είχε διοργανωθεί από τη Κρατική Ορχήστρα Αθηνών κατά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της αλλά και σε άλλες ευκαιρίες που του είχαν δοθεί.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Σαμάρας τα έζησε στην Αθήνα αλλά δυστυχώς πέθανε πάμφτωχος περιμένοντας κάποιας μορφής αναγνώριση για τις υπηρεσίες του στη τέχνη της μουσικής. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα ο συνθέτης έγραψε κυρίως οπερέτες, ακόμα και επιθεωρήσεις ενώ η όπερα του La Tigre έμεινε ημιτελής λόγω του θανάτου του.
Η υπόθεση της ΡΕΑΣ και οι σημασιολογικές έννοιες που αναπτύσσονται στο έργο
Η όπερα αυτή εκτυλίσσεται στη Χίο του 15ου αιώνα και η εισαγωγή περιέχει σχεδόν αυτούσια τη μελωδία του Ολυμπιακού ύμνου που αυτές τις μέρες έχουμε ακούσει αρκετές φορές. Ο λόγος που ο συνθέτης χρησιμοποιεί τη μελωδία του Ολυμπιακού ύμνου στην εισαγωγή μπορεί να έχει ποικίλες επεξηγήσεις. Μία πρώτη εξήγηση που θα μπορούσε να δώσει κάποιος είναι ότι το έργο ξεκινά με το Λυσία (τον κύριο ήρωα του έργου) να νικά έναν αντίπαλο του σε αγώνα πάλης. Η πρώτη σκηνή από την όπερα προέρχεται από το κόσμο του αθλητισμού και αυτό είναι ικανό για να κάνει το συνθέτη να χρησιμοποιήσει τη μουσική που εκφράζει το απόλυτο αθλητικό ιδεώδες της σύγχρονης εποχής. Αυτή, ίσως, είναι η πιο απλοϊκή αλλά και συνάμα λογική εξήγηση. Μία άλλη εκδοχή που θα μπορούσε να υποστηριχθεί είναι αυτή της εκτίμησης του Σαμάρα για τη μουσική του Ολυμπιακού ύμνου. Δε πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Ολυμπιακός ύμνος καθιερώθηκε από τη διοργάνωση του 1958 και έπειτα ως επίσημου ύμνου των Ολυμπιακών αγώνων. Επίσης, για κάποια χρόνια δε διεξάγονταν αγώνες και μπορεί ο Σαμάρας να φοβήθηκε ότι η μουσική του θα χανόταν στη λήθη. Ενσωματώνοντας τη στην εισαγωγή της Ρέας μπορεί να πίστευε ότι θα τη διέσωζε.
Μία ακόμα σημαντική εκδοχή για τη χρησιμοποίηση του Ολυμπιακού ύμνου στην εισαγωγή της όπερας του δίνεται από τον Β. Φιδετζή στο συνοδευτικό τομίδιο του δίσκου αυτού. Αναφέρει λοιπόν ο Φιδετζής ότι: “η παράθεση του στη Ρέα αποτελεί στοιχείο ενός γενικότερου συμβολισμού που αναδύεται πέρα από τη συμβατικότητα μιας μελοδραματικής υπόθεσης τοποθετημένης χρονικά στο Μεσαίωνα και ποικιλμένης με έρωτες, δαχτυλίδια και δολοπλοκίες αυλικών”. Συμβολίζει δηλαδή κάτι το υπερβατικό, το ονειρώδες το οποίο αναδεικνύεται σε ένα διαφορετικό επίπεδο από αυτό της δραματικής ιστορίας δύο ερωτευμένων ανθρώπων.
Το έργο αυτό, κατά βάση, είναι μία ιστορία αγάπης μεταξύ της Ρέας και του Λυσία αλλά με πολλά κρυφά νοήματα και μουσικές αλληγορίες. Λόγου χάριν, ο Σαμάρας χρησιμοποιεί τη μελωδία κάποιων δημοτικών τραγουδιών με κυρίαρχο το άκουσμα του “Ένα καράβι από τη Χιο” αλλά και των “Ρηνιώ, Ρηνάκι”, “Απόψε με σκοτώσανε”, “‘Aιντε να πάμε βλάχα” και το νανούρισμα “‘Aιντε κοιμήσου κόρη μου”. Όλα τα παραπάνω επισημαίνονται από το Β. Φιδετζή στο εισαγωγικό σημείωμα που περιέχεται στο συνοδευτικό βιβλιαράκι του δίσκου ακτίνας. Ποιος μπορεί να μιλήσει λοιπόν για μη ελληνικότητα του έργου του Σαμάρα;
Καθώς η αυλαία σηκώνεται ο θεατής βλέπει το Λυσία να νικά ένα παλαιστή και το πλήθος να αποθεώνει το νεαρό έλληνα. Σημαντικό είναι να αναφερθεί ότι κατά τους πρώτους στίχους του λιμπρέτου ο θεατής παρακολουθεί μία συνεχή επαινετική προσπάθεια του Σαμάρα προς το ελληνικό έθνος. Λόγου χάριν, τραγουδά ο χορός: “Ω! Έθνος, που ίνδαλμα έχει το καλό κι ωραίο, και του φέγγει ο ήλιος τη γη πιο λαμπρός, και στεφάνι φορεί τ’ ουρανού το φως!” ενώ ο Λυσίας απαντά, “Ω χαρά! Ω χαρά! Ω λαέ και κόσμε, το έθνος το δικό μου εγκωμιάζεις, τη φυλή των ηρώων που δόξασαν τη γη”. Ο Σαμάρας δείχνει να είναι υπερήφανος για την ελληνικότητα του και δε παύει να το δηλώνει έστω και στην ιταλική γλώσσα.
Καθώς το έργο προχωρεί παρακολουθούμε τον ανεκπλήρωτο έρωτα της Ρέας, η οποία είναι ελληνίδα και σύζυγος του Γενοβέζου τοπάρχη Σπίνολα, και του Λυσία. Ο Γουάρχης, ο οποίος είναι Ενετός ταξιάρχης, είναι ερωτευμένος κι αυτός με τη Ρέα, η οποία όμως αποκρούει με κάθε τρόπο τις προτάσεις του. Ο Γουάρχης αντιλαμβάνεται τον έρωτα της Ρέας και του Λυσία και τυφλωμένος από ζήλια της χαρίζει ένα δαχτυλίδι γεμάτο δηλητήριο για να το χρησιμοποιήσει όταν θα έχει φτάσει στο έσχατο σημείο ερωτικής απογοήτευσης. Στη πραγματικότητα, ο Γουάρχης έχει τυφλωθεί από τον έρωτα του για τη Ρέα και θέλει να την εκδικηθεί με κάθε τρόπο επειδή δε μπορεί να την έχει. Πραγματικά, ο Γουάρχης πείθει τον Σπίνολα να παντρέψει τη κόρη του Δάφνη με το Λυσία ώστε να διατρανώσει τη συμμαχία των Γενοβέζων με τους Έλληνες εναντίον της κοινής απειλής των Τούρκων. Η Δάφνη, εν τω μεταξύ, έχει αποκαλύψει στο Γουάρχη ότι είναι ερωτευμένη με τον Λυσία. Ο Σπίνολας ανακοινώνει στη Ρέα τη πρόθεση του να παντρέψει την κόρη του με το Λυσία. Η Ρέα υποκρίνεται πως δε ταράζεται από αυτή την εξέλιξη και το ίδιο κάνει και ο Λυσίας όταν ο Σπίνολας του προτείνει να παντρευτεί τη Δάφνη. Παρά τις ελπίδες του Σπίνολα αλλά και της Δάφνης για μία θετική απάντηση από τα χείλη του Λυσία εκείνος του ανακοινώνει την απόφαση του να εγκαταλείψει τη Χίο λόγω ενός ανεκπλήρωτου έρωτα. Αργότερα, παρακολουθούμε τη συνάντηση της Ρέας και του Λυσία κατά τη διάρκεια της οποίας επαναβεβαιώνουν τα αισθήματα αγάπης που τρέφουν ο ένας για τον άλλο. Ο Γουάρχης εμφανίζεται και απειλεί τη Ρέα ότι θα αποκαλύψει τα πάντα στο Σπίνολα αν εκείνη δε γίνει ερωμένη του. Η Ρέα τον χτυπά με τη καρφίτσα της και εκείνος την απειλεί ότι θα πεθάνει κι αυτή αλλά κι ο εραστής της . Η τρίτη και τελευταία πράξη του δράματος περιλαμβάνει και τη τραγική κατάληξη του έρωτα της Ρέας και του Λυσία. Είναι νύχτα και ο Λυσίας περιμένει τη Ρέα για να φύγουν κρυφά και να ζήσουν μαζί. Εκείνη εμφανίζεται αλλά ύστερα από λίγο έρχεται και ο Γουάρχης ο οποίος τραυματίζει θανάσιμα το Λυσία. Η Ρέα πέφτει λιπόθυμη πάνω στο νεκρό σώμα του Λυσία και ύστερα από ένα μονόλογο αποφασίζει να αυτοκτονήσει εισπνέοντας το δηλητηριώδες άρωμα από το δαχτυλίδι που της είχε δώσει ο Γουάρχης. Τα δύο άψυχα σώματα τα βρίσκουν η Δάφνη και η ακολουθία της και η οποία καταλαβαίνει τι συνέβαινε τόσο καιρό. Το έργο τελειώνει με την ανατολή του ηλίου και το θρίαμβο της ζωής επάνω στο θάνατο.
Το φινάλε αυτής της όπερας θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί βαγκνερικό μιας και ο θάνατος δικαιώνει τους δύο αγαπημένους, οι οποίοι δε μπορούσαν να είναι μαζί σε αυτή τη ζωή. Μοναδική επιλογή της Ρέας ύστερα από το θάνατο του Λυσία είναι ο θάνατος – απελευθέρωση από τα δεσμά της βιολογικής της ζωής η οποία θα ήταν άδεια χωρίς τον αγαπημένο της Λυσία. Το βαγκνερικό στοιχείο είναι εμφανές ενώ και η ανατολή του ήλιου και η ύπαρξη του φωτός δικαιώνει την επιλογή της Ρέας.
Η ηχογράφηση
Στη παρούσα ηχογράφηση ο Φιδετζής, βαθύς γνώστης της παρτιτούρας του Σαμάρα, προσπαθεί να υλοποιήσει κατά το δυνατόν καλύτερα με τα παρεχόμενα μέσα τα μουσικά νοήματα που αναδεικνύονται από τη μουσική του συνθέτη. Το καταφέρνει σε σημαντικό βαθμό με την ορχήστρα να τον ακολουθεί στα περισσότερα σημεία ικανοποιητικότατα. Κάποιες τονικές αστάθειες που παρουσιάζονται οφείλονται προφανώς στο ότι είναι μία ζωντανή ηχογράφηση σε ένα χώρο που ίσως να ευνοεί την παρουσίαση έργων όπως η Ρέα αλλά όχι και την ηχογράφηση τους.
Οι τραγουδιστές στέκονται στο ύψος των ρόλων τους και δίνουν το καλύτερο τους εαυτό. Η πρωταγωνίστρια της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, και με αξιόλογη καριέρα στο εξωτερικό, Ιουλία Τρούσα μας δίνει μία πειστικότατη Ρέα με σωστά “πατήματα” αλλά και την απαραίτητη μελοδραματική υφή. Επίσης, ο Στεφάνου παρουσιάζει ένα Λυσία γεμάτο στιβαρότητα και δύναμη, αντάξιο του χαρακτήρα που θα ήθελε να πλάσει ο Σαμάρας. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο μεγάλο, κατά τη γνώμη μας, τραγουδιστή Φραγκίσκο Βουτσίνο ο οποίος “έφυγε” το 1999. Η σπάνια, βαθιά φωνή του αλλά και η μουσικότητα του ήταν στοιχεία που χαρακτήριζαν το τραγούδι του και οι ακροατές αυτών των δίσκων ακτίνας θα έχουν τη δυνατότητα να το διαπιστώσουν εφόσον ακούσουν την εκτέλεση της Ρέας. Ακόμα, ο Κουλουμπής πλάθει ένα Γουάρχη παθιασμένο, με σωστές τοποθετήσεις και χωρίς κανένα λάθος αναφορικά με τη παρτιτούρα. Σημαντικό είναι να αναφέρουμε και την άρτια προετοιμασία της χορωδίας της Ραδιοφωνίας της Σόφιας. Στα σημεία που χρειάζεται η χορωδία να αναλάβει δράση το κάνει με εξαιρετικό τρόπο.
Εν ολίγοις, μία άρτια εκτέλεση στα μέτρα του δυνατού που δίνει τη δυνατότητα στον ακροατή (κυρίως στους νεώτερους οι οποίοι δεν είχαν τη δυνατότητα να ακούσουν τους προ εικοσαετίας δίσκους βινυλίου) να ανακαλύψει εκ νέου το Σαμάρα και το αριστούργημα του. Ειδικότερα, στο νέο μουσικό περιβάλλον που δείχνει να διαμορφώνεται στη χώρα μας είναι σημαντικό να ακούγονται και να παρουσιάζονται, όπως θα γίνει στις 20 Αυγούστου στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, έργα όπως αυτό.