
Η Αντιγόνη Γκόνη, κιθαρίστα της νέας γενιάς με 5 ηχογραφήσεις, συνεχείς εμφανίσεις, πλουσιότατο ρεπερτόριο και συνεργασίες με συνθέτες στο ενεργητικό της, είναι μία από τους Έλληνες που μας κάνουν περήφανους στο εξωτερικό. Νικήτρια του διεθνούς διαγωνισμού κιθάρας GFA (Guitar Foundation of America) αλλά και διακεκριμένη παιδαγωγός είπε στο classicalmusic.gr πολύ ενδιαφέροντα πράγματα με φόντο την Ακρόπολη που και η ίδια αγαπά τόσο πολύ.
Γ.Χ. Κα Γκόνη, θα θέλατε να μας σκιαγραφήσετε το πορτραίτο σας ως καλλιτέχνης; Πώς άρχισε η σχέση σας με την κιθάρα; Ποιοι δάσκαλοι και ποια μέρη από αυτά που έχετε περάσει ως μουσικός σας έχουν επηρεάσει περισσότερο;
Α.Γ. Η σχέση μου με την κιθάρα άρχισε από πολύ παλιά, όταν ήμουν 6 χρονών, καθώς υπήρχε πάντα μια κιθάρα στο σπίτι. Οι γονείς μου έχουν πολύ ωραίες φωνές. Όταν ήμουν πολύ μικρή, διασκεδάζαμε στο σπίτι ως εξής: συγκεντρωνόμασταν με ένα καλό κρασί και τραγουδούσαν μέχρι πρωίας. Φυσικά η κιθάρα ήταν μέσα στη ζωή τους, τους συνόδευε. Όταν οι γονείς σου κάνουν κάτι πολύ καλά, δεν ασχολείσαι μ’ αυτό, οπότε αποφάσισα να μάθω να παίζω κιθάρα για να τους ακομπανιάρω. Κάτι όμως που τελικά δεν έκανα ποτέ, γιατί ασχολήθηκα κατευθείαν με την κλασική κιθάρα. ‘Αρχισα όταν ήμουν 10 ετών με το Βαγγέλη Ασημακόπουλο στο Εθνικό Ωδείο. Ο Β. Ασημακόπουλος έχει μια από τις καλύτερες σχολές στην Ελλάδα και μου έβαλε πολύ καλές βάσεις. Ήμουν μαζί του μέχρι τα 18 μου, έπειτα έφυγα για Αγγλία όπου σπούδασα με τον John Mills και τον Julian Bream και μετά Αμερική με τη Sharon Isbin. Αυτοί ήταν οι κύριοι σταθμοί. Βέβαια σ’ αυτή τη διαδρομή, πέρα από το Βαγγέλη Ασημακόπουλο, υπήρξαν και άλλοι που έβαλαν τις βάσεις και πραγματικά με ενέπνευσαν και ε εμπνέουν ακόμα. Είναι ο Julian Bream, σαφώς ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες. Για μένα, έχει ξεπεράσει το να είναι απλώς κιθαριστής. Είναι ένας καταπληκτικός μουσικός και είναι πολύ δύσκολο αυτό, να ξεφύγεις δηλαδή από το τι είναι καθαρά κιθαριστικό. Η κιθάρα είναι ένα όργανο που πολύ δύσκολα βγάζει όλα όσα μπορεί να βγάλει και να ακουστεί σαν πολυφωνικό όργανο που είναι. Ο Julian Bream το ξεπέρασε αυτό και έχει εμπνεύσει καταπληκτικούς συνθέτες, έχει κάνει καταπληκτικό ρεπερτόριο. Ήταν και θα είναι πάντα πηγή έμπνευσής για μένα. Ο άλλος άνθρωπος που με ενέπνευσε στα 22 μου όταν τον γνώρισα ήταν ο Oscar Ghiglia, όπου σπούδασα μαζί του στην Ακαδημία “Chigiana” της Σιένα. ‘Αλλος ένας καταπληκτικός μουσικός, δεν έχει περάσει κιθαριστής από τον πλανήτη που να μην έχει κάνει μάθημα μαζί του.
‘Εχω μια αδυναμία στους μουσικούς, όχι στους κιθαριστές.
Γ.Χ.Σωστά λέτε πως η κιθάρα είναι ένα δύσκολο όργανο. Είχα προσπαθήσει κάποτε να μάθω και με είχε δυσκολέψει πολύ…
Α.Γ. Είναι ένα παρεξηγημένο όργανο, δεν φαντάζεται κανείς πως είναι δύσκολο γιατί η κιθάρα σήμερα συναντιέται σε πολλές μορφές και παντού. Έχουμε την ηλεκτρική κιθάρα, την κιθάρα της “παρέας” που είναι τα ακόρντα, και αυτό δεν είναι δύσκολο. Όταν όμως αρχίζεις να αντιμετωπίζεις τη κιθάρα σαν πολυφωνικό όργανο το οποίο και είναι, δυσκολεύουν τα πράγματα. Δεν έχουμε το πεντάλ του πιάνου, δεν είναι εύκολο να κρατήσουμε μια νότα. Εγώ αισθάνομαι λιγάκι σαν μάγος-ταχυδακτυλουργός. Δημιουργείς δηλαδή την ατμόσφαιρα ότι αυτή η νότα κρατιέται, από τον τρόπο που φραζάρεις, από τον τρόπο που κρατάς τις υπόλοιπες νότες, από το timing το οποίο έχεις… Αυτό είναι λιγάκι μαγεία και είναι και πρόκληση, και είναι αυτό που μου αρέσει πάρα πολύ, πέρα βέβαια από τον ήχο, ο οποίος είναι και ο λόγος που άρχισα την κιθάρα.
Γ.Χ.Είχατε όμως και μια συνάντηση εδώ στην Αθήνα με τον Leo Brower…
Α.Γ. Ο Leo ήταν μια ουσιαστική στιγμή στη ζωή μου. Τον γνώρισα σε σεμινάριο που είχε διοργανώσει τότε το Πνευματικό Κέντρο Αθηνών. Ήταν το πρώτο σεμινάριο που συμμετείχα, ήμουν 18. Αποτέλεσε μεγάλη έμπνευση και βοήθεια για μένα. Με κάλεσε και μου είπε ότι πρέπει οπωσδήποτε να λάβω μέρος στο διαγωνισμό της Havana στην Κούβα το ’88.
Γ.Χ.Όπου ήσασταν στον τελικό και πήρατε το βραβείο για την ερμηνεία της Λατινοαμερικάνικης μουσικής…
Α.Γ. Ναι… και εκεί ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα ότι μπορώ να σταθώ σε μια διεθνή διοργάνωση με πολύ ταλαντούχα παιδιά από όλο τον κόσμο, να έχω τη δική μου φωνή, να αναγνωριστεί αυτό που κάνω και στην ουσία να επιβιώσω. Μετά το τέλος του διαγωνισμού ήταν ο Leo που με ρώτησε με ποιον θα ήθελα να συνεχίσω τις σπουδές μου. Του είπα με τον Julian Bream και με έστειλε με συστατική επιστολή στη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου. Στο Brower οφείλω την αρχή της καριέρας μου στο εξωτερικό, ήταν το εισιτήριο σε αυτήν, από την οποία και δεν γύρισα ως τώρα, 15 χρόνια μετά. Η μουσική του Leo Brower είναι ακόμα στο ρεπερτόριό μου, από τις πιο αγαπημένες μου, και στον πρώτο μου δίσκο ήταν εκεί, έχει μια συνεχή παρουσία στη ζωή μου, άσχετα αν έχω να τον δω από το ’88.
Γ.Χ.Έχετε ένα πλούσιο ρεπερτόριο που συνδυάζει πολλά είδη μουσικής, πολλοί συνθέτες σας εμπιστεύονται έργα τους. Μιλήστε μας λίγο για το συνδυασμό αυτό του “κλασικού” κιθαριστικού ρεπερτορίου με τα πιο μοντέρνα έργα…
Α.Γ. Μια από τις προκλήσεις στο όργανο είναι το ρεπερτόριο. Έχουμε ένα μεγάλο ρεπερτόριο για σόλο κιθάρα σε σχέση με άλλα όργανα, ρεπερτόριο που εκτείνεται σε πολλές περιόδους. Η πρόκληση πάντα είναι όχι μεταγραφές. Να παίζουμε δηλαδή πάντα ρεπερτόριο που έχει γραφτεί για κιθάρα. Και αυτό δεν είναι τεράστιο. Ενώ υπάρχει ένα εκτενές ρεπερτόριο από μεταγραφές ισπανικής π.χ. μουσικής, μπαρόκ, αναγεννησιακής, τα έργα που έχουν γραφτεί ειδικά για την κιθάρα δεν αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του ρεπερτορίου. Όσο περνάνε λοιπόν τα χρόνια, το ρεπερτόριο αυτό αυξάνεται. Ο Bream άνοιξε το δρόμο όταν ασχολήθηκε με συνθέτες όπως ο Britten και ο Walton που τα έργα τους είναι κλασικά πια. Αυτή είναι και η πρόκληση: να ψάχνεις καινούρια έργα, να ψάχνεις ανθρώπους στους οποίους πιστεύεις. Στη Βασιλική Ακαδημία στο Λονδίνο αλλά και περισσότερο στην Αμερική, σε μια σχολή σαν το Julliard όπου οι συμφοιτητές μου πλέον ήταν καταπληκτικοί συνθέτες, άρχισε για μένα αυτή η διαδικασία, να μιλήσεις με ένα συνθέτη, να τον “τραβήξεις” μέσα στο όργανο, ένα όργανο το οποίο είναι δύσκολο και το φοβούνται οι συνθέτες. Αυτή η διαδικασία και η σκέψη του να δημιουργείς μαζί με ένα συνθέτη κάτι καινούριο μου άρεσε πάρα πολύ.
Γ.Χ.Αυτή ήταν και η επόμενή μου ερώτηση. Αυτή η διαλεκτική σχέση μεταξύ δημιουργού και εκτελεστή είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Περιγράψτε τη λίγο.
Α.Γ. Είναι πράγματι πολύ ενδιαφέρουσα και φυσικά πρέπει να ξέρει κι ο ένας κι ο άλλος που να σταματάει. Εγώ που δεν είμαι συνθέτρια δεν μπορώ να έχω την απαίτηση να γράψει κάποιος αυτό που θέλω εγώ. Η σχέση αυτή είναι πολύ “συμβιωτική” αλλά και πολύ ανεξάρτητη. Όταν διαλέγω ένα συνθέτη τον διαλέγω γιατί πιστεύω πως το αυτί του και γενικότερα ο τρόπος που γράφει μπορούν να δώσουν ένα πολύ ωραίο αποτέλεσμα. Στην αρχή συναντιέσαι, γνωρίζεις τον άνθρωπο. Τις περισσότερες φορές πέφτω μέσα στην αρχική μου εκτίμηση, κάποιες άλλες πάλι όχι. Από κει και πέρα ξανασυναντιόμαστε στο τέλος και αρχίζει το “χτένισμα” όπως λέμε. Τι μπορεί πραγματικά να παιχτεί, αν είναι κάτι που δεν έχει αποδοθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για την κιθάρα κλπ. Στην αρχή και στο τέλος της διαδρομής υπάρχει μια πολύ έντονη συνεργασία. Η ανάμειξή μου με τη σύγχρονη μουσική, τη μουσική που γράφεται αυτή τη στιγμή, είναι ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς μου. Από κει και πέρα το πιο “κλασικό” ρεπερτόριο που παίζω είναι κατά μεγάλο μέρος 20ου αιώνα. Με τραβάνε οι συνθέτες οι οποίοι βλέπουν την κιθάρα σαν συμφωνικό όργανο, σαν μια μικρή ορχήστρα. Έχουν μπει δηλαδή στην ψυχή της κιθάρας και δεν τη χρησιμοποιούν μονάχα σαν μέσο για να εκφράσουν τη μουσική τους αλλά μπορούν να αναδείξουν και την κιθάρα σαν όργανο. Π.χ. ο Γιαπωνέζος Toru Takemitsu έχει γράψει συγκλονιστικά έργα για κιθάρα. Φαντάζομαι βέβαια πως αυτό ήταν και μια ευτυχής συγκυρία, δηλαδή η “φωνή” του Takemitsu “ταίριαζε” με τον ήχο της κιθάρας. Το ρεπερτόριό του είναι πολύ ευρύ, ως και κινηματογραφική μουσική. Είναι ο συνθέτης που έγραψε μουσική για τις ταινίες του Akiro Kurosawa. Έχει ακόμα συμφωνική μουσική την οποία ανέδειξε ο Seiji Ozawa με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βοστόνης. Συνεργάστηκε με τον Bream και το Williams και έχει γράψει αριστουργηματικά έργα για την κιθάρα. ‘Αλλο παράδειγμά ο Αργεντινός A. Ginastera ο οποίος έχει γράψει μόνο μια σονάτα για κιθάρα αλλά είναι συγκλονιστική. Αυτού του είδους συνθέτες λατρεύω και τέτοιους αναζητώ για να μου γράψουν έργα ή και στο ρεπερτόριο που ήδη υπάρχει. Από την άλλη μεριά, έχω από μικρή μια αγάπη στη λατινοαμερικάνικη μουσική, μια αγάπη που δεν έχω χάσει. Έτσι λοιπόν συνδυάζεται και διαμορφώνεται το ρεπερτόριό μου…
Γ.Χ.Μιλήστε μας λίγο για την κιθάρα ως μια “μικρή ορχήστρα”…
Α.Γ. Το “κλισέ” αυτό το είχε πρωτοπεί ο Segovia, ότι “η κιθάρα είναι μια μικρή ορχήστρα”. Αν πραγματικά ξεφύγει κάποιος από τα προβλήματα της κιθάρας που προαναφέραμε -που μπορεί να είναι η ένταση του ήχου, η διάρκεια, το legato κλπ- και αναζητήσει σ’ αυτήν τα όργανα της ορχήστρας, η κιθάρα δεν θα τον προδώσει. Υπάρχουν όλα σ’ αυτήν, από το φραζάρισμα ενός φαγκότου, τη φωνή ενός κλαρινέτου, το όμποε, το τσέλο, υπάρχουν όλα σε μικρογραφία. Αν τα έχεις σαν μουσικός στο μυαλό σου μπορείς να τα βρεις. Αν όμως περιμένεις η κιθάρα να στα δώσει στο χέρι, δεν θάρθουν ποτέ. Τίποτα δεν είναι έτοιμο. Αυτή είναι και η δικιά μου φιλοσοφία. Ξεκινώ από τη μουσική για να βρω τον τρόπο με τον οποίο η τεχνική θα καταφέρει αυτό που έχω στο μυαλό μου, και όχι από το τι μπορώ να κάνω τεχνικά για να μεταφέρω τη μουσική. Όλα είναι στο δεξί μας χέρι. Έχουμε μόνο 5 δάχτυλα για να παίξουμε όλα τα όργανα της ορχήστρας, αλλά πρέπει να υπάρχει βάθος στη μουσική, να τη δούμε πολυδιάστατα και όχι επίπεδη. Δεν πρέπει να είναι όλες οι φωνές ίδιες, πρέπει να υπάρχει σοπράνο, άλτο, μπάσο, να υπάρχει αντίστιξη. Αυτό είναι πραγματικά δύσκολο. Να παίζουμε δηλαδή πολυφωνικά με 4 φωνές στα 4 μας δάκτυλα, ουσιαστικά ένα δάχτυλο για κάθε φωνή. Και αυτές οι φωνές μπορεί να χρειάζεται να έχουν διαφορετική ένταση, διαφορετικό χρώμα. Το δεξί χέρι πρέπει στην ουσία να είναι όπως αυτό του πιανίστα και να έχει και το βάρος του δοξαριού για να βγει ο ήχος. Η κιθάρα είναι ένα όργανο που αν το αντιμετωπίσεις σωστά έχει άπειρες δυνατότητες.
Γ.Χ.Έχετε περάσει αρκετά χρόνια στο εξωτερικό. Ποια είναι η επαφή σας με την Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια; Είδαμε ότι παίζετε πολλά έργα εμπνευσμένα από την Ελληνική μυθολογία και ιστορία. Έχετε δει έργα Ελλήνων συνθετών; Τα έχετε ερμηνεύσει;
Α.Γ. Ποτέ δεν έπαψε η επαφή μου με την Ελλάδα. Η οικογένειά μου είναι εδώ και σε κάθε ταξίδι που με έφερνε στη “γειτονιά”, ακόμα και αν η γειτονιά αυτή ήταν η Μόσχα, πέρναγα από την Αθήνα. Ήθελα να νιώσω την ατμόσφαιρα της Αθήνας, να κάνω μια βόλτα στο κέντρο και να “γεμίσω τις μπαταρίες μου” περνώντας από κάποια αγαπημένα μέρη. Στη μουσική, πράγματι έχω περισσότερο συνεργαστεί με ξένους συνθέτες που έχουν εμπνευστεί από την Ελλάδα παρά με Έλληνες. Δεν έχει τύχει ακόμα να βρω αυτό που ψάχνω σε Έλληνα συνθέτη. Ένας Έλληνας του οποίου η μουσική μου άρεσε αλλά τελικά δεν ευδοκίμησε μια συνεργασία είναι ο Γιώργος Κουμεντάκης. Δεν έχει τύχει όμως ακόμα να γράψει ένα έργο για μένα και να έχουμε αυτή την αλληλεπίδραση. Με τους Έλληνες συνθέτες έχω το εξής πρόβλημα: ενώ η Ελληνική μουσική έχει μια φοβερά ιδιόμορφη ταυτότητα, ένα μεγάλο πλούτο από τον οποίο μπορεί κανείς να αντλήσει έμπνευση, έχω την εντύπωση ότι προσπαθούν να το ξεχάσουν αυτό και να γράψουν μουσική περισσότερο εμπνευσμένη από τα Ευρωπαϊκά -Γερμανικά δεδομένα. Αυτό με ενοχλεί σαν Ελληνίδα και νομίζω πως το αποτέλεσμα δεν είναι φυσικό. Δεν πείθει. Για παράδειγμα ο Κωνσταντινίδης, ο Σκαλκώτας, είχαν μια φωνή φυσική, εμπνευσμένη, και γι αυτό και παίζονται ακόμα. Στους νέους δεν έχω βρει κάτι τέτοιο. Παίζω τώρα ένα έργο κάποιου Σέρβου συνθέτη που γράφτηκε για τον Κώστα τον Κοτσιώλη αλλά ο Κώστας δεν το έπαιξε ποτέ μέχρι τώρα. Είναι ένα έργο εμπνευσμένο από τους Ορφικούς ύμνους, πραγματικά ένα όνειρο! Το ιδίωμά του είναι πολυρυθμικό και πολυμετρικό, ιδιαίτερα δύσκολη μουσική αλλά το άκουσμα είναι πολύ όμορφο.
… έχω μια αίσθηση πως για να αγαπήσει κανείς την Ελλάδα πρέπει να φύγει στο εξωτερικό. Κι εγώ ως Ελληνίδα του εξωτερικού έχω μια αμφίθυμη σχέση μαζί της. Την αγαπάω αλλά και με πληγώνει πολύ.
Γ.Χ.Ίσως είναι το ότι στην Ελλάδα θέλουμε να ξεφύγουμε από αυτή την πολύ βαριά κληρονομιά που έχουμε ως άκουσμα… και αυτό γίνεται καμιά φορά σύμπλεγμα.
Α.Γ. Ο Μπέλα Μπάρτοκ όμως δεν έκανε καμιά τέτοια προσπάθεια. Γιατί εμείς: Από την άλλη, έχω και μια αίσθηση πως για να αγαπήσει κανείς την Ελλάδα πρέπει να φύγει στο εξωτερικό. Κι εγώ ως Ελληνίδα του εξωτερικού έχω μια αμφίθυμη σχέση μαζί της. Την αγαπάω αλλά και με πληγώνει πολύ. Οι Έλληνες της Ελλάδας, παρόλο που και αυτοί δίνουν καθημερινές “μάχες” έχουν έναν περίεργο σοβινισμό. Έναν σοβινισμό που στο τέλος λειτουργεί αρνητικά. Ίσως πρέπει όλοι να πάμε να μείνουμε 1-2 χρόνια έξω και έχω την εντύπωση πως όταν ξαναγυρίσουμε θα κάνουμε μια πολύ καλύτερη Ελλάδα.
Πιστεύω στο επάγγελμα του δασκάλου με την αρχαία Ελληνική έννοια ως ένα από τα πιο ιερά επαγγέλματα. Πέρα από το ότι μεταφέρεις γνώσεις, διαμορφώνεις και την ψυχή του μαθητή.
Γ.Χ.Η Αντιγόνη Γκόνη ως παιδαγωγός τώρα. Διδάσκοντας στην Ανώτατη μουσική εκπαίδευση, ποιοι είναι οι στόχοι σας, τι θεωρείτε ως πιο σημαντικό από αυτά που έχετε να δώσετε στους μαθητές σας;
Α.Γ. Έχω διδάξει σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, και σε Junior Academy. Πιστεύω στο επάγγελμα του δασκάλου με την αρχαία Ελληνική έννοια ως ένα από τα πιο ιερά επαγγέλματα. Πέρα από το ότι μεταφέρεις γνώσεις, διαμορφώνεις και την ψυχή του μαθητή αλλά και η σχέση που έχεις με το μαθητή θα παίξει ένα μεγάλο ρόλο στην αγάπη του μαθητή για το αντικείμενο, και, ελπίζω να μπορεί να τον εμπνέει και στα χρόνια που θα ακολουθήσουν όταν αυτός θα φύγει από σένα. Είναι μια σχέση που δεν αρχίζει με το μάθημα και τελειώνει στο τέλος των σπουδών. Αυτό το βλέπω και στην προσωπική μου εμπειρία. Οι δάσκαλοι που προανέφερα είναι αυτοί που ακόμα σκέφτομαι. Σκέφτεσαι δηλαδή μετά από 10 χρόνια, τι μου είχε πει αυτός ο δάσκαλος! Ακόμα και πράγματα που τη δεδομένη στιγμή που μου τα είπαν δεν δούλεψαν αμέσως, μπήκε όμως ο σπόρος για να ανθίσει κάτι μετά από ένα διάστημα. Αυτό που προσπαθώ με τους μαθητές μου είναι να τους εμπνεύσω σε τέτοιο σημείο ώστε να μπορέσουν να αποδώσουν το μέγιστο δυνατό που το ταλέντο τους τους επιτρέπει. Να μπορέσω να τους βοηθήσω να βρουν τη δικιά τους φωνή. Δεν με ενδιαφέρει να με αντιγράψουν, τους δείχνω πράγματα, αλλά περισσότερο τραγουδάω, αναλύω. Δεν τους θέλω παπαγάλους. Κανένας καλλιτέχνης δεν επιβίωσε έτσι. Υπάρχει βέβαια και η τεχνική η οποία είναι μια δουλειά που ούτως ή άλλως πρέπει να γίνει, είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίζονται όλα. Συνοψίζοντας, με ενδιαφέρει οι μαθητές μου να έχουν τη δικιά τους φωνή, και να έχουν τις απαραίτητες γνώσεις και ικανότητες να σταθούν σαν μουσικοί και να περάσουν αυτό που κάνουν στο κοινό. Αυτό είναι κάτι ιδιαίτερα δύσκολο.
Γ.Χ.Πρόσφατα ενταχθήκατε στην διδακτική ομάδα της Βασιλικής Μουσικής Ακαδημίας των Βρυξελλών. Διδάσκετε εκεί ήδη 2 χρόνια. Πείτε μας την εμπειρία σας όσον αφορά το επίπεδο της δουλειάς που γίνεται, και αν θα μπορούσατε να το συγκρίνετε με την Ελλάδα.
Α.Γ. Το τελευταίο είναι δύσκολο γιατί δεν έχω παρόμοια εμπειρία από την Ελλάδα. Κατά τα άλλα, ο πρώτος χρόνος ήταν χρόνος δοκιμής. Δέχτηκα την πρόταση που μου έγινε και είπα να δω πρώτα πως θα πάει. Τελικά ήμουν πολύ ευχαριστημένη από τους ανθρώπους της Ακαδημίας. Εργάζομαι στο Φλαμανδικό τμήμα. Είναι μια “πολυεθνική” σχολή με παιδιά από όλο τον κόσμο. Το τμήμα της κιθάρας ήταν πολύ μικρό και ήθελαν έναν άνθρωπο με διεθνή καριέρα για να δημιουργήσει μια ομάδα μαθητών από όλο τον κόσμο. Όντως έτσι έγινε και του χρόνου θα είναι ακόμα μεγαλύτερο. Είναι μια εμπειρία τελείως διαφορετική από αυτή της Νέας Υόρκης. Κάποια πράγματα είναι καλύτερα, κάποια άλλα όχι, αλλά αυτό που με κράτησε στο Βέλγιο είναι η ανθρωπιά, η απλότητα με την οποία γίνονται όλα αλλά ταυτόχρονα και η πολυπλοκότητα, γιατί σαφώς οι Βέλγοι δεν είναι το ίδιο με τους Αμερικάνους ή τους Έλληνες. Το πιο σημαντικό όμως είναι πως ό,τι γίνεται εκεί είναι στην υπηρεσία της μουσικής. Εκεί δεν κοιτάνε μόνο πως θα κάνουν καριέρα και θα βγάλουν λεφτά, ούτε κοιτάνε μόνο μέσα στα σύνορά τους όπως γίνεται στην Ελλάδα. Η ιδέα είναι πολύ πιο κοσμοπολίτικη και παρ’ όλ’ αυτά υπηρετεί τη μουσική.
Γ.Χ.Ο στόχος του να μεγαλώσει το τμήμα επιτεύχθηκε;
Α.Γ. Βεβαίως. Φέτος είναι η 2η φορά που κάνω εισαγωγικές εξετάσεις και μεταξύ των παιδιών, εκτός από τους Βέλγους, Ισπανούς, Ολλανδούς και Γάλλους έχουμε 2 Αμερικάνους και 2 Ρώσους. Βρήκα ένα τμήμα τριών παιδιών και του χρόνου θα είναι δώδεκα. Αυτό είναι και το όριο για μένα καθώς είμαι πολύ συχνά σε περιοδείες.
Από την Ελλάδα, ποιος θα σου στείλει τους μαθητές του; Ο ένας τρώγεται με τον άλλον κάτι που φυσικά ούτε τη μουσική βοηθάει ούτε την κιθάρα.
Γ.Χ.Έλληνες έχει;
Α.Γ. Όχι. Και αυτό είναι ένα άλλο θέμα. Στην Ελλάδα έγινε κάποτε μια συζήτηση για κάποιο σεμινάριο και η απάντηση που πήρα ήταν ότι είμαι πολύ μικρή για να διδάξω. Φυσικά σε αυτή την απάντηση δεν απαντάς… Είναι γελοίο. Είναι και το άλλο. Από την Ελλάδα, ποιος θα σου στείλει τους μαθητές του; Ο ένας τρώγεται με τον άλλον κάτι που φυσικά ούτε τη μουσική βοηθάει ούτε την κιθάρα. Η κατάσταση ήταν ίδια όταν έφυγα και με μεγάλη μου λύπη συνειδητοποιώ ότι είναι το ίδιο και τώρα. Έτσι δε λειτουργεί κανείς για την κιθάρα, δε λειτουργεί για τους μαθητές του, λειτουργεί για τον εαυτό του. Όταν δεν στέλνεις το μαθητή σου να βγει στην Ευρώπη να πάρει διαφορετικές απόψεις, σε μία Ευρώπη που αυτή τη στιγμή με 150-200 ευρώ μπορείς να πας παντού, δεν ξέρω πραγματικά τι φοβάσαι και τον κρατάς το μαθητή, τον περιορίζεις… Με αυτή τη λογική ποιος θα μου στείλει τους μαθητές του; Θα πούνε “τι ξέρει η Γκόνη που δεν το ξέρω εγώ;”.
Γ.Χ.Ίσως αυτός ο φόβος να οφείλεται στο γεγονός πως είστε κι εσείς Ελληνίδα.
Α.Γ. Ναι, αλλά πολύ λίγοι κιθαριστές έχουν έρθει στην Ελλάδα και είχαν ανταπόκριση από τις εδώ σχολές. Πρέπει να έχουν 20 χρόνια καριέρα και να είναι αναμφισβήτητα αυτό που λέμε μεγάλα ονόματα για να μην μπορεί να υπάρξει αυτού του είδους η κριτική.
Γ.Χ.Σε αντίθεση με το εξωτερικό, όπου οι πιο δημοφιλείς καθηγητές είναι οι σχετικά νέοι σολίστες που βρίσκονται και στο απόγειο της συναυλιακής τους καριέρας…
Α.Γ. Έτσι ακριβώς είναι. Γιατί ποιος άλλος ξέρει καλύτερα το ρεπερτόριο από μένα ή από κάποιο συνάδελφο, όταν εμείς αυτή τη στιγμή αλλάζουμε τρία ρεπερτόρια το χρόνο; Και έχουμε διδάξει από την Ιαπωνία μέχρι τη Ρωσία και κάθε φορά που διδάσκουμε κάπου έχουμε και διαφορετικά κομμάτια μπροστά μας. Και να μην τα έχουμε παίξει τα ξέρουμε τα έργα. Δε χρειάζεται να έχεις παίξει κάτι για να το ξέρεις. Από αυτή την άποψη αν γίνει σύγκριση με την Ελλάδα, είναι αυτό που προανέφερα το οποίο σταματάει τα παιδιά να βγουν έξω. Ενώ έχουμε καταπληκτικά ταλέντα σε όλα τα όργανα, είναι πάρα πολύ λίγα τα παιδιά που βγαίνουν έξω και συνήθως αυτά τα παιδιά έχουν εμπνευσμένους γονείς από πίσω, οι οποίοι ψάχνουν το καλύτερο. Το πρόβλημα μετά είναι πως δε γυρνάνε πια στην Ελλάδα…
Πιστεύω πως πολύ συχνά γίνεται το λάθος να λέμε “τεχνική” και να εννοούμε ταχύτητα. Να την αποκόπτουμε από τον ήχο, να την αποκόπτουμε από τη μουσική, από το φραζάρισμα. Για μένα τεχνική δεν είναι να παίξεις κλίμακες στο 350 να καεί ο μετρονόμος.
Γ.Χ.Πολλοί νέοι κιθαριστές προσπαθούν να βρουν την ισορροπία μεταξύ τεχνικής και μουσικής. Ή και μεταξύ της βαριάς κληρονομιάς που έχουν αφήσει μεγάλοι δάσκαλοι όπως ο Segovia πάνω στα τεχνικά θέματα, και της μοντέρνας κιθαριστικής πρακτικής. Τι θα είχατε να πείτε σε αυτά τα παιδιά;
Α.Γ. Τέτοιες ισορροπίες είναι γενικά πολύ δύσκολο να βρεθούν και πρέπει κάποιος να θέλει πραγματικά να το ψάξει. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να έχει κάνει κάποιος την προεργασία και να έχει μια δυνατή τεχνική που να του επιτρέπει να παίξει μουσική. Δεν μπορεί να θυσιάζεις τη μουσική επειδή έχεις τεχνικές δυσκολίες. Πιστεύω πως πολύ συχνά γίνεται το λάθος να λέμε “τεχνική” και να εννοούμε ταχύτητα. Να την αποκόπτουμε από τον ήχο, να την αποκόπτουμε από τη μουσική, από το φραζάρισμα. Για μένα τεχνική δεν είναι να παίξεις κλίμακες στο 350 να καεί ο μετρονόμος. Στη μουσική δεν χρησιμοποιείς ποτέ μια κλίμακα στο 350… δεν έχει γράψει κανένας. Εκτός πια αν είναι επιλογή κάποιου να παίξει κάποιο συνθέτη σε αυτές τις ταχύτητες, αλλά τότε δεν έχεις μουσική, έχεις οπλοπολυβόλο! Για μένα μια καλή τεχνική είναι η τεχνική που δίνει τη δυνατότητα σε κάποιον να κάνει ό,τι θέλει με το όργανο από μουσικής απόψεως. Τα χέρια πρέπει να δουλεύουν με τρόπο ώστε να μην περιορίζουν ποτέ τον καλλιτέχνη στο να εκφράσει τις ιδέες του. Έτσι δουλεύω κι εγώ. Όταν παίρνω ένα καινούριο κομμάτι προσπαθώ να το δουλέψω στο μυαλό μου, το κοιτάω χωρίς την κιθάρα για να έχω μια ιδέα του τι είναι η σύνθεση πριν πάρω στα χέρια μου το όργανο. Γιατί το όργανο σε περιορίζει. Έχοντας λοιπόν μια ιδέα της φόρμας και του κομματιού, έπειτα βάζω το όργανο και προσπαθώ να βρω τον τρόπο να εκφράσω αυτό που βλέπω και ακούω, όσο το δυνατόν πιο κοντά σε αυτό που θέλει ο συνθέτης. Βλέπω λοιπόν πολλούς μαθητές που μελετούν ας πούμε τις κλίμακες σε ένα κοντσέρτο και στην ουσία κοιτάνε την κλίμακα σαν άσκηση, ξεκομμένη από τη μουσική. Ενώ μπορεί στο συγκεκριμένο σημείο να μη χρειάζεται να παιχτεί καν γρήγορα η κλίμακα ή να μη χρειάζεται να σκεφτείς σε 32α αλλά σε τέταρτα, οπότε και η κλίματα κυλάει πολύ πιο εύκολα και γρήγορα. ‘Η να μην είναι σωστά φραζαρισμένη και γι αυτό δεν “αναπνέει”. Είναι λοιπόν και τόσα άλλα εκτός της ταχύτητας που πρέπει να σκεφτεί κανείς για να κάνει τη μουσική ζωντανή. Εκεί ακριβώς βρίσκεται η ισορροπία: να έχεις οδηγό πάντοτε τη μουσική και όχι τόσο την τεχνική. Παράλληλα, πρέπει να δουλεύει κανείς και όσο χρειάζεται για να μην πέσει ποτέ η τεχνική του, που τη χρειάζεται για να υπηρετήσει την τέχνη του.
Γ.Χ.Ας μιλήσουμε λίγο και για την κιθάρα ως όργανο. Πόσο σημαντικό είναι να παίζει κανείς με ένα καλό όργανο και ποια η σημασία και η διαφορά του να χρησιμοποιεί κανείς custom-made όργανο;
Α.Γ. Μου έχουν κάνει παρόμοια ερώτηση μέσω της ιστοσελίδας μου. Με ρώτησε ένας νεαρός γιατί ορισμένες κιθάρες πωλούνται προς 10-20 χιλ. ευρώ και άλλες στις 2 χιλ. ευρώ. Σαφώς, κάτι που παίζει ρόλο είναι αυτό που λέμε όνομα. Όπως ένα κουστούμι του Αρμάνι κοστίζει πιο πολύ από ένα του ράπτη της γειτονιάς. Κατά ένα μεγάλο ποσοστό είναι και αυτό ένας λόγος. Όμως, το όνομα για να γίνει προϋποθέτει κάποια πράγματα. Δεν γίνονται όλοι ονόματα. Πολλές φορές είναι απλώς θέμα συγκυριών αλλά τις περισσότερες φορές είναι και ένα ταλέντο και μία ποιότητα. Μετά είναι τα υλικά που χρησιμοποιεί ο κατασκευαστής. Τα ξύλα έχουν τεράστια σημασία στο όργανο. Το ταλέντο πάντως μπαίνει πάνω από όλα, να οδηγείται δηλαδή κάποιος από το ένστικτό του στο να φτιάξει το καλό όργανο. Δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ μιας καλής custom-made κιθάρας και μιας κιθάρας βιομηχανικής. Υπάρχουν γύρω στα 10 ονόματα κατασκευαστών κιθάρας που είναι τα κορυφαία ονόματα. Αυτών τα όργανα είναι πάντοτε από ένα επίπεδο και πάνω. Δηλαδή το “χειρότερό” τους όργανο είναι σίγουρα πάρα πολύ καλό, σκάλες ανώτερο από οποιοδήποτε άλλο. Παραγγέλνεις λοιπόν μια κιθάρα που θα παραλάβεις σε τρία χρόνια αλλά ξέρεις ότι υπάρχει μια συνέχεια και μία εγγύηση στην ποιότητα. Στη χειρότερη περίπτωση θα παραλάβεις ένα όργανο που μπορεί να μην είναι το πιο συγκλονιστικό που ο κατασκευαστής έφτιαξε ποτέ, θα είναι όμως σίγουρα πάρα πολύ καλό. ‘Αλλωστε δε μεγαλουργεί κανείς συνέχεια…. Από την άλλη μεριά, ο κάθε καλλιτέχνης επιλέγει αυτό που του ταιριάζει. Από αυτά τα 10 ονόματα, εγώ δεν μπορώ να παίξω τις κιθάρες και των 10. Θα διαλέξω τελικά έναν ο οποίος θα μου ταιριάζει.
Γ.Χ.Πώς διαλέγετε εσείς μια κιθάρα;
Α.Γ. Από τον ήχο της. Αλλά τον ήχο που ταιριάζει σε μένα. Παίζω, δοκιμάζω και πρέπει το όργανο να έχει μια ομοιομορφία στον ήχο, μια ένταση, είναι στην ουσία το πώς το αισθάνεσαι το όργανο, είναι “ζωντανό”. Σου μιλάει, αναπνέει. Είναι προσωπική σχέση. Μπορεί εγώ να διαλέξω μια κιθάρα που κάποιος άλλος δε μπορεί να την παίξει και δεν ακούγεται και καλά στα χέρια του. Επίσης, ένας “δυνατός” κιθαρίστας, θα έχει άλλες απαιτήσεις από έναν μαθητευόμενο ή από κάποιον που παίζει κιθάρα για το χόμπι του. Ένας μαθητής για παράδειγμα ίσως να μην μπορεί να βγάλει όλα όσα ένα όργανο μπορεί να του δώσει, και έτσι να είναι ευχαριστημένος με ένα όργανο όχι απαραίτητα των 25 χιλ. ευρώ.
Γ.Χ.Πιστεύετε πως ένας μαθητής πρέπει να αρχίζει κατευθείαν ή το συντομότερο δυνατό με ένα πολύ καλό όργανο, ή μπορεί να περιμένει;
Α.Γ. Το όργανο πρέπει να είναι ανώτερο από το επίπεδο στο οποίο είναι ο μαθητής, για να μπορεί να τον “σπρώχνει” παραπέρα. Όταν του ζητάει ο δάσκαλος να κάνει κάποια πράγματα, να υπάρχει ο χώρος να τα κάνει, να μην τον περιορίζει η κιθάρα. Αλλά και γενικότερα, η κιθάρα πρέπει να μπορεί να σου δώσει κάποια πράγματα παραπάνω από αυτό που μπορείς να κάνεις, για να καλυτερεύσεις κι εσύ ως καλλιτέχνης. Μιλούσαμε πρωτύτερα για το στακάτο του φαγκότου. Αν αυτό η κιθάρα σου δεν μπορεί να στο δώσει, τότε δεν μπορείς ποτέ να προχωρήσεις και να ερευνήσεις άλλα ηχοχρώματα. Πρέπει λοιπόν το όργανο να είναι σίγουρα λίγο ανώτερο από το μαθητή, από την άλλη, μάλλον δεν έχει νόημα να δώσεις σε έναν αρχάριο μια κιθάρα τελειωμένου καλλιτέχνη. Εκτός βέβαια αν έχει την οικονομική άνεση και την πάρει από τα 10 του και την έχει ως τα 30 του.
Γ.Χ.Πόσο “ζει” μια κιθάρα;
Α.Γ. Υπάρχουν κιθάρες του Torres, κατασκευαστή του 19ου αι. που ενέπνευσε την κατασκευή της μοντέρνας κλασικής κιθάρας, οι οποίες ζουν ακόμα και είναι κοντά 200 ετών. Είναι βέβαια πολύ ευαίσθητες αλλά η ποιότητα του ήχου είναι καταπληκτική. Λίγα όργανα όμως ζουν τόσο πολύ.
Γ.Χ.Μιλήστε μας λίγο για τη δισκογραφική σας δουλειά.
Α. Γ. Οι τρεις δίσκοι σόλο που έχω είναι ηχογραφημένοι για τη Naxos και είναι οι πιο γνωστοί στην Ελλάδα, περιλαμβάνουν ένα δίσκο με έργα Duarte, ένα με Barrios και ένα με μεικτό ρεπερτόριο. Πρόσφατα ηχογράφησα στη Ν. Υόρκη έναν ακόμα δίσκο για τη γερμανική KOCH με μουσική για κιθάρα και φλάουτο ο οποίος κυκλοφορεί του χρόνου, με τη φλαουτίστα Laura Gilbert. Έχω και ένα δίσκο με ένα κιθαριστικό ντούο το οποίο δεν κυκλοφορεί πια. Όσον αφορά τα 2 CD στη NAXOS, όπως ξέρετε η NAXOS συνηθίζει τις παραγωγές δίσκων αφιερωμένων σε ένα συνθέτη. Εγώ ηχογράφησα Barrios, έναν Παραγουανό συνθέτη που αγαπούσα πάρα πολύ και τον θεωρώ ως το ρομαντικό μας στην κιθάρα. Ηχογράφησα επίσης Duarte, ‘Αγγλος συνθέτης που πέθανε πρόσφατα σε μεγάλη ηλικία και μαζί του πέθανε και μια ζωντανή βιβλιοθήκη της ιστορίας της κιθάρας του 20ου αιώνα… Ήταν φίλος του Segovia και ήταν παρών από την πρώτη στιγμή που η κιθάρα άρχισε να μπαίνει στα στις διεθνείς αίθουσες συναυλιών δίπλα στα άλλα όργανα. Κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων αγάπησα πολύ τη μουσική του η οποία είναι εμπνευσμένη από τις λαϊκές παραδόσεις της Ισπανίας Αγγλίας, Ιταλίας και Λατινικής Αμερικής.
Γ.Χ.Στην Ελλάδα αγαπήσαμε τη NAXOS, όχι μόνο για τις χαμηλές της τιμές, αλλά και γιατί ανάμεσα στα CD της βρίσκει κανείς πολλές φορές πολύ ωραία πράγματα. Αλήθεια που οφείλονται οι φτηνές της τιμές;
Α.Γ. Είναι μια εταιρία που ψάχνει καλούς και ταλαντούχους καλλιτέχνες οι οποίοι όμως δεν είναι ακόμα στο φόρτε της καριέρας τους. Βέβαια το ταλέντο υπάρχει, είτε είναι κανείς στο φόρτε είτε όχι. Κάτι άλλο είναι το ότι ο καλλιτέχνης δεν πληρώνεται, δεν έχει δικαιώματα στις ηχογραφήσεις. Παίρνει κάποια αμοιβή για την ηχογράφηση και από κει και πέρα τίποτα. Ο πρώτος μου δίσκος με το μεικτό ρεπερτόριο έχει πουλήσει 40 χιλ. αντίτυπα ανά τον κόσμο και φυσικά εγώ δεν έχω δει ούτε ένα σεντ που λέμε. Η NAXOS είναι μια πολύ καλή εταιρία με καλή διανομή παγκοσμίως και χαμηλές τιμές. Έτσι, κάποιος που δεν ξέρει το όνομα ή το ρεπερτόριο, το τολμάει. Για να μπορεί όμως να τα έχει αυτά, δεν πληρώνει τους μουσικούς της. Γι αυτό κι εγώ έκανα 3 δίσκους εκεί αλλά δεν θα κάνω άλλον.
Γ.Χ.Ας μιλήσουμε τώρα για τη συναυλία σας στο Ηρώδειο ( σ.σ. στις 22 Αυγούστου στο Ηρώδειο, δεν είχε πραγματοποιηθεί ακόμα όταν γινόταν η συνέντευξη).
Α.Γ. (Γελά αμήχανα…) Ας πούμε τα θετικά. Είναι η πρώτη φορά που συνεργάζομαι με τον Περικλή Κούκο. Τον ήξερα από τη Βασιλική Ακαδημία, εγώ πήγαινα όταν εκείνος έφευγε. Το έργο είναι μια συμφωνία κοντσερτάντε για κιθάρα και ορχήστρα και είναι εμπνευσμένο από τα παραδοσιακά ισπανικά τραγούδια τα οποία δούλεψε πρώτος ο Λόρκα και στην ουσία στηρίξανε τον εμφύλιο. Είναι έντονα επαναστατικά πατριωτικά τραγούδια. Έχουν πίσω τους μεγάλη ιστορία καθώς ο Λόρκα τα πέρασε σε φωνή και κιθάρα, αλλά ο Περικλής, αν και βασίστηκε σε αυτή την πηγή, έχει κάνει κάτι τελείως διαφορετικό, χωρίς όμως να χαθεί η ουσία και το χρώμα τους. Θα έχω πίσω μου μια μεγάλη ορχήστρα με πολλά χάλκινα και 3 κρουστούς, αλλά το γράψιμο είναι αρκετά διαφανές. Πιστεύω πως η ισορροπία θα δουλέψει. Το Β’ μέρος της συναυλίας είναι το “Ημερολόγιο ενός περαστικού”, το οποίο δίνει και το όνομα στη συναυλία. Είναι γραμμένο για τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη, με αφηγητή το Λαζόπουλο, με συγκρότημα jazz επί σκηνής, με προβολές κειμένων. Είναι κάτι τελείως διαφορετικό, λίγο σαν ένα multimedia θέαμα, για το οποίο δεν μπορώ να πω πολλά γιατί δεν το ξέρω, δεν το έχω ακούσει ακόμα. Το Ηρώδειο τέλος, είναι ένας χώρος μαγικός με καταπληκτική ατμόσφαιρα, φαντάζομαι και για μας αλλά και για τον ακροατή που θα παρακολουθήσει την παράσταση.
Γ.Χ.Θα μας δώσετε μια γεύση από τα μελλοντικά σας σχέδια;
Α.Γ. Η συναυλία στο Ηρώδειο είναι η δεύτερη δουλειά που κάνω από την άφιξη της κόρης μου, Αριάδνης. Ήμουν “εκτός μάχης” για 6 μήνες. Ο τρόπος με τον οποίο είναι διαμορφωμένος ο χρόνος μου στην επόμενη σαιζόν είναι πολύ διαφορετικός από αυτές που προηγήθηκαν της Αριάδνης. Έχω 2 μεγάλες περιοδείες στην Αμερική το φθινόπωρο και την ‘Ανοιξη, αλλά δεν θα είμαι όπως παλιά, κάθε σαββατοκύριακο σε συναυλίες. Επίσης έχω αρκετά ρεσιτάλ στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια της χρονιάς αλλά η ατζέντα μου είναι πολύ πιο ελαφριά από ότι πριν. Πέρα από αυτό έχω 2 ακόμα μεγάλες συναυλίες, Η μία για τα 10 χρόνια του διαγωνισμού GFA τον οποίο είχα κερδίσει κι εγώ και ουσιαστικά έτσι ξεκίνησε η καριέρα μου. Αυτό είναι ένα δύσκολο κονσέρτο γιατί το ακροατήριο αποτελείται από 600 κιθαριστές! Η άλλη είναι ένα μεγάλο ρεσιτάλ στο Σαν Φρανσίσκο για τα 3 χρόνια συνεργασίας μου με την San Francisco Performances. Τέλος, την ‘Ανοιξη του 2006 ηχογραφώ ένα δίσκο με μουσική του Βραζιλιάνου jazz-classical πιανίστα Ernesto Nazareth, που τις μεταγραφές για κιθάρα τις έχει κάνει ο Sergio Assad των Assad Brothers. Είναι ένα δύσκολο project καθώς η μουσική αυτή, ενώ ακούγεται εύκολα, είναι δύσκολη για τον ερμηνευτή. Η συνεργασία με τον Sergio με τιμά ιδιαίτερα γιατί είναι ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες που έχουμε για την κιθάρα.
Γ.Χ.Σας ευχόμαστε κάθε επιτυχία και σας ευχαριστούμε πολύ.