Ο Αρχιμουσικός Βύρων Φιδετζής μιλά στη Μαρία Αμίτση για το ρόλο του ως Καλλιτεχνικού Διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, παρουσιάζει το πρόγραμμα των συναυλιών για τη σαιζόν που μόλις ξεκίνησε και μοιράζεται τις σκέψεις του για τις μελλοντικές δραστηριότητες της ορχήστρας.

Μαρία Αμίτση: Κύριε Φιδετζή, είναι η δεύτερη φορά που το classicalmusic.gr σας φιλοξενεί. Αυτή τη φορά όμως όχι ως τσελίστα και Αρχιμουσικό της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (ΚΟΑ) αλλά ως Καλλιτεχνικό Διευθυντή της. Πείτε μου, πόσος καιρός είναι που έχετε αναλάβει αυτό το πόστο;
Βύρων Φιδετζής: Η σχέση μου με τη ΚΟΑ ως μουσικός ξεκινάει το 1983. Το ’87 ανέλαβα τη Διεύθυνση της Ορχήστρας και μόλις από τον Αύγουστο – κατόπιν μιας διετίας στη θέση του αναπληρωτή – ανέλαβα επίσημα πλέον και τη θέση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή.
Μ.Α.: Το να είναι κανείς ταυτόχρονα Αρχιμουσικός και Καλλιτεχνικός Διευθυντής της ίδιας ορχήστρας, δημιουργεί κάποιου είδους ένταση; Με την έννοια της πρακτικότητας πάντα…
Β.Φ.: Πρόκειται όντως για δύο διαφορετικούς ρόλους που όμως συγκλίνουν διότι υπηρετούν τον ίδιο στόχο που είναι η δημιουργία, η μουσική. Απλά ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής – έτσι όπως έχει η πραγματικότητα στις ελληνικές ορχήστρες – έχει αυξημένες ευθύνες που αφορούν κυρίως στην επίλυση ζητημάτων που δεν είναι απαραίτητα καλλιτεχνικής φύσεως. Αυτό σίγουρα επιβαρύνει και απαιτεί καλή οργάνωση εφόσον θέλουμε και στοχεύουμε να είναι το έργο και η πορεία της ορχήστρας ομαλά. Ένα από τα θέματα που με απασχολεί ιδιαίτερα είναι ο χώρος στέγασης της ΚΟΑ, ο χώρος που λαμβάνουν μέρος οι πρόβες μας, οι οποίες είναι καθημερινές. Τα τελευταία δύο χρόνια μας φιλοξενεί το Μέγαρο και αυτό φυσικά είναι μεγάλη διευκόλυνση. Όμως, επειδή το Μέγαρο έχει ποικίλες δραστηριότητες, ο χώρος αυτός δεν είναι σταθερός και κάποιες φορές μπορεί να μην είναι και ο πλέον κατάλληλος, με αποτέλεσμα οι μουσικοί κάποιες φορές να δυσκολεύονται. Έχουμε αναγκαστεί να κάνουμε πρόβα στο Φουαγιέ, έναν χώρο ο οποίος δεν ευνοεί το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
Μ.Α.: Μιλήστε μου για το πρόγραμμα της ΚΟΑ, εκτός από εσάς, ποιούς Διευθυντές Ορχήστρας και Σολίστες θα έχει κοντά της φέτος; Θα είναι ονόματα οικεία στο κοινό;
Β.Φ.: Όλοι θα είναι λαμπρές προσωπικότητες του πόντιουμ που έχουν πίσω τους μια εξαιρετική διεθνή καριέρα με ιδιαίτερη απήχηση στο κοινό. Την ερχόμενη βδομάδα περιμένουμε τον Αυστριακό μαέστρο Roberto Paternostro. Θα διευθύνει την 2η Συμφωνία σε ρε μείζονα του Μπραμς και το Διπλό Κονσέρτο για βιολί και βιολοντσέλο σε λα ελάσσονα, με σολίστ τον Χρήστο Γαλιλαία στο βιολί και τον Γιάννη Τσιτσελίκη στο βιολοντσέλο. Ακολουθεί ο ’λκης Μπαλτάς, στα πλαίσια του Κύκλου των 100 Χρόνων από την Γέννηση του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, με την 1η Συμφωνία του συνθέτη και μέχρι το τέλος του έτους οι Νίκος Τσούχλος, Claude Villaret (Ελβετός μαέστρος) και ο Γιώργος Πέτρου. Η λίστα συνεχίζεται με σημαντικά ονόματα από το χώρο των σολίστ όπως οι Χριστίνα Παντελίδου (όμποε ντ’ αμόρε), Μενέλαος Τσικλίδης (πιάνο), Δάφνη Ευαγγελάτου (μεσόφωνος), Δημήτρης Σγούρος (πιάνο), Βαγγέλης Χατζησίμος (τενόρος), Κώστας Σίσκος (κόρνο), Γιάννης Τζουμάνης (βιολί), Βαλέρι Σαγκαϊντάτσνυ (πιάνο), Ντμίτρι Στεπάνοβιτς (βαθύφωνος) και Μαίρη-Έλεν Νέζη (μεσόφωνος).
Μ.Α.: Από έργα;
Β.Φ.: Το Δεκέμβριο, σε συνεργασία με το Μέγαρο, θα ανεβάσουμε την Λίμνη των Κύκνων, το μπαλέτο του Τσαϊκόφσκι, για πέντε παραστάσεις. Στα πλαίσια του κύκλου “Ο Σοστακόβιτς και η Ρώσικη Σχολή” θα περιληφθούν και έργα των Ραχμάνινοβ, Ρίμσκυ-Κόρσακοβ και φυσικά η 13η Συμφωνία του Σοστακόβιτς. Πέραν τούτων θα παρουσιαστούν έργα των Μπραμς, Σιμπέλιους, Ρέγκερ, Βάγκνερ, Μπετόβεν, Μέντελσον, Μπρίτεν και Μότσαρτ.
Μ.Α.: Παρουσιάζοντας το πρόγραμμα της ορχήστρας, πείτε μας τι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επιλογή των έργων;
Β.Φ.: Ως κρατική ορχήστρα που επιδοτείται από το κράτος έχουμε ως βασική αρχή και ευθύνη να φέρουμε τη μουσική στο κόσμο. Λαμβάνουμε πάντα υπόψη τις προτιμήσεις του κοινού – ο ρόλος μας όμως είναι και πολιτιστικός. Στο πρόγραμμά μας θα έχουμε μια βραδιά με έργα του Μπετόβεν πολύ αγαπητά, παράλληλα όμως θα συμπεριλάβουμε και έργα με τα οποία το κοινό να μην είναι ενδεχομένως τόσο εξοικειωμένο. Για παράδειγμα το Φεβρουάριο θα ανεβάσουμε σκηνές από το Φάουστ του Σούμαν, έργο που θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά στην Αθήνα. Μας ενδιαφέρει να συγκεντρώνουμε ναι μεν δημοφιλή έργα, αλλά παράλληλα και έργα που είναι σημαντικό να τα γνωρίσει το κοινό.
Μ.Α.: Γνωρίζω πως η ΚΟΑ έχει συμπεριλάβει και έργα ελλήνων συνθετών στο πρόγραμμά της…
Β.Φ.: Αυτή είναι μία από τις ιδιαίτερα σημαντικές δραστηριότητες της ΚΟΑ. Έχουμε ως στόχο μας να παρουσιάσουμε όσο το δυνατό περισσότερα έργα παλαιοτέρων αλλά και σύγχρονων ελλήνων συνθετών, έτσι ώστε σταδιακά να σχηματίσει το κοινό μια εικόνα του πανοράματος της ελληνικής μουσικής των τελευταίων διακοσίων ετών.
Μ.Α.: Τι είναι αυτό που συντελεί στην έλλειψη εξοικείωσης του κοινού με τους Έλληνες δημιουργούς;
Β.Φ.: Είναι θέμα περιορισμένων μέσων. Μας λείπουν οι χώροι, οι ορχήστρες, οι σολίστες αλλά και η υποστήριξη του δισκογραφικού χώρου.
Μ.Α.: Μιλώντας λοιπόν για τους Έλληνες στην Ελλάδα, είναι μέσα στα μελλοντικά σχέδια της ΚΟΑ να δημιουργήσει μια ορχήστρα νέων ανάλογη αυτής της Θεσσαλονίκης; Μια ορχήστρα που θα δίνει τη δυνατότητα σε σπουδαστές οργάνων, σύνθεσης και διεύθυνσης να έχουν την εμπειρία τής πρακτικής επαφής με το χώρο της σκηνής και όσα αυτό συνεπάγεται;
Β.Φ.: Αυτό που κάνουμε, σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας, είναι να προσελκύσουμε και να μυήσουμε τα παιδιά μουσικών και μη σχολείων στα έργα Ελλήνων συνθετών. Έχουμε δώσει συναυλίες με έργα από εποχή Μάντζαρου μέχρι Καλομοίρη. Φέτος παίξαμε τους 36 Ελληνικούς Χορούς του Σκαλκώττα. Τώρα επεξεργαζόμαστε ένα πρόγραμμα για τα παιδιά των δημοτικών, με πολλές δραστηριότητες όπως παρουσίαση των οργάνων κ.ά. Η δημιουργία μιας ορχήστρας νέων είναι σημαντική αλλά απαιτεί γερή υποδομή και καλό προγραμματισμό. Έχουν γίνει προσπάθειες κατά καιρούς, αλλά δεν καρποφόρησαν.
Μ.Α.: Εγώ θα επιμείνω λίγο γύρω από την ιδέα δημιουργίας μιας ορχήστρας για νέους – έχετε υπάρξει και εσείς σπουδαστής και καταλαβαίνετε την αναγκαιότητα. Τα παιδιά που σπουδάζουν στα ωδεία και στα πανεπιστήμια σήμερα τι να ονειρεύονται και τι πρέπει να είναι έτοιμα να αντιμετωπίσουν;
Β.Φ.: Στη δική μου τη γενιά ούτε καν τη στοιχειώδη προοπτική δεν είχαμε, διότι η Θεσσαλονίκη – εγώ εκεί γεννήθηκα – δεν είχε επαγγελματική ορχήστρα. Περιμέναμε είτε από το δήμο είτε από τη ραδιοφωνία χρηματοδότηση και προβολή. Όταν δημιουργήθηκε σχήμα σε θέση να απορροφήσει επαγγελματίες μουσικούς εμείς είχαμε ήδη ολοκληρώσει την εφηβεία μας. ‘Aρα εμείς ξεκινήσαμε με το όραμα και μόνο της μουσικής. Εγώ πιστεύω ότι όταν ένας νέος ξεκινάει υποκινείται από τον έρωτα της τέχνης και έτσι πρέπει να είναι. Πρέπει να λειτουργεί σα σφουγγάρι, ρουφώντας όλα τα είδη της μουσικής και των περιόδων, από Μεσαίωνα και ούτω καθεξής. Φυσικά και η επαγγελματική αναγνώριση και αποκατάσταση είναι σημαντικά, όμως πρώτα και πάνω από όλα είναι η βάφτιση. Μουσικός βαφτίζεσαι.
Μ.Α.: Να αλλάξουμε λίγο θέμα. Έχει ταξιδέψει η ΚΟΑ στο εξωτερικό ή ακόμα και εκτός Αθηνών;
Β.Φ.: Βεβαίως, έχουμε πάει στην Αυστρία, Γαλλία, Γερμανία, Μάλτα και Κύπρο. Είναι κάτι που επιδιώκουμε και ο κύκλος δραστηριοτήτων της ΚΟΑ και στο εξωτερικό θα διευρυνθεί. Τον Ιανουάριο θα πάμε στην Κωνσταντινούπολη. Έχουμε επίσης κάνει πολύ μεγάλο άνοιγμα στην ελληνική επαρχία. Έχουμε δώσει συναυλίες σε Ηράκλειο, Ρόδο, Καλαμάτα, Κυπαρισσία, Σάμο, Τρίπολη, Πάτρα, Μεσολόγγι, Αγρίνιο, Γιάννενα, Κέρκυρα, Τρίκαλα, Λαμία, Βόλο, Χαλκίδα και Μύκονο, με έργα του Αξιώτη πριν μερικές μέρες, και γενικά η προσέγγιση και η ανταπόκριση του κοινού στην επαρχία ήταν θετική.
Μ.Α.: Πολύ ευχάριστο αυτό! Θα ήθελα να κλείσουμε με την συναυλία της Παρασκευής, στις 13 του μήνα, που είναι και η πιο κοντινή μας στο πρόγραμμα. Έχετε να μου πείτε κάτι ιδιαίτερο ως προς τα έργα που θα παρουσιαστούν; Θα έχετε το Κονσέρτο για 3 πιάνα και ορχήστρα σε φα μείζονα του Μότσαρτ, το επονομαζόμενο “Lodron”, καθώς και έργα των Βέμπερ και Σούμαν στα πλαίσια του Κύκλου “Μότσαρτ και Γερμανικός Ρομαντισμός”. Πείτε μας κάτι για την εποχή, κύριε Φιδετζή – όσο το δυνατό πιο απλά, διότι πολλοί μεν οι λάτρεις της κλασικής μουσικής, λίγοι όμως αυτοί που κατανοούν την ορολογία. Θα ήθελα, λοιπόν, να προσφέρουμε και σε αυτούς…
Β.Φ.: Σπουδαία εποχή ο γερμανικός ρομαντισμός! Ως κατηγορία είναι μια μουσική πάρα πολύ ευχάριστη. Η μουσική του κινηματογράφου έχει ως πνευματικούς γονείς την ιδεολογία και τα έργα του γερμανικού ρομαντισμού. Ο “Πόλεμος των ’στρων” είναι ένα καλό παράδειγμα αναπαραγωγής του ύφους του Βάγκνερ. Συνεπώς, η ταυτότητα της μουσικής, ακόμα κι αν τα έργα δεν είναι γνωστά σε κάποιον, είναι οικεία.
Μ.Α.: Φαντάζομαι μπορούμε να βάλουμε μια τελεία σε αυτό εδώ το σημείο και να ευχηθώ ό,τι καλύτερο στο μέλλον για την ΚΟΑ και το κοινό της φυσικά. Σας ευχαριστούμε πολύ!