
Σπύρος Δεληγιαννόπουλος: Τρία ολόκληρα χρόνια μετά τους καλύτερους -κατά κοινή ομολογία- Ολυμπιακούς Αγώνες στη νεότερη ιστορία τους, και με την αντίστροφη μέτρηση για τους Ολυμπιακούς του Πεκίνου να έχει ουσιαστικά αρχίσει, κύριε Κουμεντάκη, αφού εκ μέρους του classicalmusic.gr σας ευχαριστήσω θερμά για την ανταπόκρισή σας να κάνουμε αυτή τη συνέντευξη, θα ήθελα να μου πείτε τελικά τι έμεινε σε σας από όλο αυτό το κολοσσιαίο εγχείρημα, τι θα θυμάστε για πάντα, τι θα θέλατε να ξεχάσετε και τελικά…πια “γεύση” (η μάλλον “επίγευση”..) σας άφησε όλη αυτή η διαδικασία;
Γ.Κ.: Αφού σας ευχαριστήσω κι εσάς κύριε Δεληγιαννόπουλε και το classicalmusic.gr, να σας πω ότι απλά… έδωσα όλες μου τις δυνάμεις για 3 ολόκληρα χρόνια. Ήταν μια διαδικασία που έφερε σαν επακόλουθο τη δημιουργία ενός τεράστιου κενού, που εμφανίστηκε μετά την τελετή λήξης και που τελικά προστάτεψε την ψυχική μου ισορροπία. Ξέρετε, μετά από μια τέτοια διαδικασία χρειάζεται, είναι ψυχολογικά επιβεβλημένο, ένα “κενό”, μια χαλαρότητα, μια…πλήρης απραξία, προκειμένου να ξαναγεμίσουν οι μπαταρίες. Αυτό το κενό λοιπόν, ύστερα από καιρό άρχισε και πάλι να μετουσιώνεται σιγά-σιγά σε δημιουργία και μπορώ να σας πω ότι πλέον αισθάνομαι πιο ήσυχος, πιο νηφάλιος. Αυτό που προσπαθώ πάντως ακόμα και σήμερα είναι να μην απαξιωθεί μέσα μου η ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά πιστέψτε με, δυστυχώς τίποτα δεν με βοηθάει προς αυτή την κατεύθυνση…
Σ.Π.: Τι εννοείτε δηλαδή;
Γ.Κ.: Δείτε τι επακολούθησε! Ο κόσμος ξέχασε σχετικά γρήγορα το επίτευγμα των Ολυμπιακών Αγώνων. Δείτε τη σημερινή μη-αξιοποίηση των περισσοτέρων εκ των Ολυμπιακών ακινήτων. Σκεφτείτε ότι στην παγκόσμια κοινότητα, υπάρχουν κάποιοι που θεωρούν ότι οι τελευταίοι Ολυμπιακοί Αγώνες έγιναν στο Σύδνευ, και το τραγικότερο όλων, που με θλίβει προσωπικά, είναι η επιχείρηση καπήλευσης της δουλειάς μου, κυρίως μέσω internet, από συνθέτες, που παρουσιάζουν τη δουλειά μου ως δική τους!
Σ.Π.: Πράγματι, αυτό το τελευταίο το έχω παρατηρήσει κι εγώ κ. Κουμεντάκη. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος, θα αναφερθώ στο youtube, το μεγαλύτερο videos-storage στον πλανήτη, όπου έχω επισημάνει αρκετά videos όπου άλλοι συνθέτες εμφανίζονται ως οι δημιουργοί ή οι διασκευαστές της μουσικής των τελετών έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας.
Γ.Κ.: Αυτό ας το ξεκαθαρίσουμε λοιπόν οριστικά. Υπήρξα ο μόνος Concept Creator και ο μόνος δημιουργός μουσικής τόσο της τελετής έναρξης όσο και της τελετής λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, 2004. Όλοι όσοι δούλεψαν, όλοι όσους επέλεξα για την πραγματοποίηση των soundtracks δούλεψαν κάτω από την απόλυτη καθοδήγησή μου. Κανείς, κύριε Δεληγιαννόπουλε, δεν έχει το δικαίωμα να οικειοποιείται τη δουλειά μου και το ρόλο μου και μάλιστα υποκρύπτοντας και αγνοώντας επιδεικτικά το όνομά μου. Καταλαβαίνω βέβαια ότι είναι ένα πάρα πολύ ελκυστικό μέσο για προσωπική διαφήμιση. Όμως τους Ολυμπιακούς Αγώνες κανείς δεν μπορεί να τους εκμεταλλεύεται για προσωπική προβολή και μάλιστα χρησιμοποιώντας παράνομα το συγκεκριμένο υλικό χωρίς την άδεια των δημιουργών, Παπαϊωάννου και Κουμεντάκη αλλά και της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. Δεν είναι όμως τα videos που κυκλοφορούν στο youtube, τα οποία αναφέρετε, το μοναδικό κρούσμα. Έχει συμβεί και άλλες φορές, μέσω άλλων διαύλων, στο παρελθόν και αμέσως έγιναν οι κατάλληλες ενέργειες τόσο από τη μεριά του “Αθήνα 2004” όσο και από τη Δ.Ο.Ε. και αποκαταστάθηκε η αλήθεια. Όλη η μουσική ήταν δικό μου έργο, δική μου ιδέα και για αυτό είχα την απόλυτη ευθύνη των soundtracks των δύο τελετών. Και το πιο ελάχιστο κομματάκι της μουσικής, καθρέπτιζε το προσωπικό μου μουσικό γούστο, θέλω να γίνει απόλυτα κατανοητό αυτό (Σ.Π.: Νομίζω πως είστε απόλυτα σαφής…). Η μόνη δέσμευση που είχα ήταν ότι η μουσική πρέπει να υπηρετεί το concept του Παπαϊωάννου, δηλαδή να στηρίξω το σενάριο και την εικόνα που αυτός δημιουργούσε. Έκανα ένα τεράστιο αγώνα κύριε Δεληγιαννόπουλε και τώρα, τρία ολόκληρα χρόνια μετά, αρχίζω να συνέρχομαι και να πατάω γερά στα πόδια μου. Δούλεψα εξαντλητικά επί 3 χρόνια πριν γίνουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες και τελικά μου χρειάστηκαν άλλα 3 μετά από τη λήξη τους για να υποχωρήσει η εξάντληση και ο πνευματικός κόπος που κατανάλωσα σε μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, έξω από κάθε ανθρώπινη αντοχή. Ήταν τόσο μεγάλο το βάρος, που ξέρω πως έχω χάσει ένα μεγάλο κομμάτι από την ψυχική μου συνοχή. Όσα χρήματ και αν έβγαλα από αυτή την ιστορία, πιστέψτε με δεν είναι αρκετά για να αναπληρώσουν αυτό που υπέστην σε ψυχολογικό επίπεδο.
Σ.Π.: Δεν έχω λόγω να αμφιβάλω, η καταιγιστική αφήγησή σας και το πάθος με το οποίο μου διηγείστε αυτή τη στιγμή τα γεγονότα νομίζω το πιστοποιεί ακράδαντα. Θα ήθελα ωστόσο να μείνουμε λίγο ακόμα στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Βλέποντάς τους ξανά και ξανά στο βίντεο (ακόμα δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω πόσο μαγευτική ήταν η τελετή έναρξης…), να σας θυμίσω ένα τηλεφώνημα που σας έκανα αρχές Ιουλίου: ήμουν στο σπίτι, με καλοκαιρινή άδεια, έβλεπα στο video (για πολλοστή φορά) την τελετή έναρξης, και φτάνω στο σημείο όπου μπαίνει ο Νίκος Γκάλης στο γήπεδο με την Ολυμπιακή φλόγα για να ξεκινήσει η τελική λαμπαδοδρομία όπου δια χειρός Νίκου Κακλαμανάκη η δάδα τελικά ανάβει. Στο σημείο εκείνο, αναγνωρίζω ότι η μουσική, υφολογικά, πρέπει να είναι Σοστακόβιτς, αλλά -καθώς φρονώ πως είμαι αρκετά καλός γνώστης της εργογραφίας του συγκεκριμένου συνθέτη- αναρωτιέμαι: συμφωνία δεν είναι, απόσπασμα από όπερα ή σουίτα δεν είναι…..τι τέλος πάντων είναι; Και τελικά δεν αντέχω και….σας παίρνω τηλέφωνο! Όπου έκπληκτος σας ακούω να μου λέτε ότι το κομμάτι που χρησιμοποιήσατε είναι ένα απόσπασμα μόλις δύο λεπτών από κάποιο soundtrack του Σοστακόβιτς, το οποίο χρησιμοποιήσατε βασικά ως έναυσμα για να “ξαναγράψετε” πάνω σε αυτό κάτι σχεδόν δικό σας. Αυτόματα μου γεννάται το εξής ερώτημα: πόσο ψάξατε κύριε Κουμεντάκη, πόσες ώρες (αν μπορεί να μετρηθεί σε ώρες) αφιερώσατε για να εντοπίσετε τα ηχητικά αποσπάσματα που κρίνατε ότι ταιριάζουν με την ψυχοακουστική τάση που θέλατε να δημιουργήσατε και πόσο απομακρυνθήκατε από την αυθεντική γραφή;
Γ.Κ.: Κύριε Δεληγιαννόπουλε….αυτόματα σας δημιουργήθηκαν….τέσσερα ερωτήματα απ’ ότι αντιλαμβάνομαι. Να τα πάρουμε ένα-ένα: Σχετικά με το απόσπασμα που σας προβλημάτισε, έχω να σας πω ότι αν ήταν δικό μου, προφανώς δεν θα σκεπτόσασταν ότι ήταν μουσική του Σοστακόβιτς. Το έργο αυτό λέγεται Pirogov, είναι πράγματι του Σοστακόβιτς, όπως άλλωστε σας είπα και τότε στο τηλέφωνο, και έχει ήδη δισκογραφηθεί. Ο μουσικός πυρήνας του έργου δεν έχει καθόλου αλλάξει. Αυτό που έγινε ήταν η χρονική επιμήκυνση με επαναλήψεις κάποιων μερών του. Ήταν για μένα αυτό το κομμάτι, ίσως μαζί με τον Mahler… (-το απόσπασμα που ακούγεται τη στιγμή που ανυψώνεται το Κυκλαδικό Ειδώλιο;)
… ναι, ακριβώς σε αυτό αναφέρομαι, ο πιο δύσκολος σχεδιασμός, γιατί ο ανθρώπινος παράγοντας εκείνης της στιγμής, της λαμπαδοδρομίας μέσα στο στάδιο, από μεριάς των αθλητών που κρατούσαν τη φλόγα, δεν επέτρεπε την ακριβή χορογραφία τους, μια συνάρτηση συντονισμού κίνησης και χρόνου με απόλυτα προβλέψιμες αποκλίσεις. Βρήκα λοιπόν ένα τρόπο πολλών εκδοχών του ίδιου κομματιού (όπως και στο Mahler, που διασκεύασα διακριτικά) για να καλύψει όλες τις τυχόν αποκλείσεις από το βασικό σχεδιασμό. Παρατηρήστε και θα δείτε ότι για πρώτη φορά στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων, ακόμα και στην παρέλαση των αθλητών, κανένα κομμάτι δεν σταμάτησε στη μέση, ούτε πηδήξαμε στην επόμενη μουσική χωρίς η προηγούμενη να έχει ολοκληρωθεί. Τα μουσικά κομμάτια, τα αντιμετώπισα με αρχή, μέση και τέλος, εντάσσοντάς τα σε ένα ζωντανό θέαμα με χιλιάδες απρόβλεπτους παράγοντες που δεν επέτρεπαν ακριβείς χρόνους, όπως π.χ. σε μια παράσταση χορού. Το πώς έγινε έχει ενδιαφέρον αλλά δεν μπορώ να σας το αποκαλύψω για ευνόητους λόγους. Είναι μια καθαρά προσωπική μου πατέντα και οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Πεκίνου πλησιάζουν…
Σ.Π.: Ναι καταλαβαίνω, είναι απολύτως θεμιτό και σεβαστό και δεν θα επιμείνω. Σχετικά όμως… με τα υπόλοιπα ερωτήματα που μου δημιουργήθηκαν;…
Γ.Κ.: Σχετικά με τις ώρες που χρησιμοποίησα για να ψάξω; Νομίζω ότι δώσατε ο ίδιος την απάντηση: δεν μπορεί να μετρηθεί… σε ώρες! Τώρα, ως προς τα κομμάτια, μπορώ να σας πω ότι κατά τη διαδικασία επιλογής είχα αποθηκευμένα στον υπολογιστή μου περίπου 4.000 κομμάτια. Όσο για την παράμετρο της ψυχοακουστικής τάσης που αναφέρατε, ναι όντως όλη η μουσική προσπάθησα να λειτουργήσει ψυχοακουστικά. Ξέρουμε τη δύναμη της μουσικής και αυτό προσπάθησα να εκμεταλλευτώ. Π.χ. το λάϊτ μοτίβ της ανθρώπινης καρδιάς διέτρεχε όλη τη μουσική της έναρξης (-μα, με αυτό άλλωστε ξεκίνησε η τελετή)…ακριβώς, και λειτουργούσε υπογείως καθ ‘όλη τη διάρκεια, κρατώντας τη συνοχή του θεάματος αλλά και την εγρήγορση των θεατών. Τώρα, σχετικά με το πόσο “απομακρύνθηκα” από την αρχική γραφή των κομματιών στα οποία κατέληξα, μπορώ να σας πω τα εξής: Το στοίχημα ήταν να μην αλλοιωθεί η πρωτογενής γλώσσα των έργων που επιλέχτηκαν. Τα περισσότερα όμως κομμάτια είχαν κάποια κοινά στοιχεία και αν δεν είχαν, τότε έπρεπε να δημιουργηθούν, και σε αυτό το σημείο βοήθησε πάρα πολύ η παράμετρος της ενορχήστρωσης όπως καταλαβαίνετε. Επίσης, ένα μεγάλο μέρος των τελετών ήταν καινούργια έργα, γραμμένα ειδικά για αυτό το σκοπό, γραμμένα από εμένα αλλά και από άλλους συνθέτες έλληνες και ξένους, που επέλεξα με προσοχή, γιατί έπρεπε να ταιριάζουν στο ύφος μας. Προσπάθησα λοιπόν να μη χαθεί η συνοχή και η σωστή μετάβαση από το ένα κομμάτι στο άλλο. Το συγκεκριμένο θέμα με απασχόλησε πολύ χρόνο και εκεί φαίνεται η λεπτοδουλειά που έγινε. Πρόσεξα πάρα πολύ τις λεπτομέρειες, που μπορεί να μη φαίνονται σε πρώτη ανάγνωση, έχουν όμως τεράστια σημασία στο αποτέλεσμα.
Σ.Π.: Πράγματι! Όπως σας είπα και στην αρχή της ερώτησης, προσωπικά την τελετή έναρξης την έχω δει πάρα πολλές φορές. Και αυτό όχι μόνο για πατριωτικούς λόγους, ή για καθαρά ψυχαγωγικούς, αλλά γιατί κάθε φορά αισθάνομαι ότι ανακαλύπτω και κάτι καινούργιο, ότι συνδέω κάποια αδιόρατα κομμάτια ενός πάζλ, συνθετικού και ψυχοακουστικού, το οποίο δεν μπορεί να γίνει κατανοητό με μία και μόνο παρακολούθηση της τελετής. Κάτι άλλο που μου έκανε εντύπωση, έχοντας δει τις τελετές έναρξης και λήξης είναι ότι όσα λεπτά (αθροιστικά και στις δύο τελετές) ακούγεται μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, σχεδόν άλλο τόσο ακούγεται και του Μίκη Θεοδωράκη! Με μία ελαφρά “χρονική” υπεροχή του Μάνου, νομίζω. Σύμπτωση ή …διπλωματία των ίσων αποστάσεων;
Γ.Κ.: Όχι, δεν είναι έτσι. Ακούγεται σαφώς περισσότερη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Και μάλιστα στον αρχικό σχεδιασμό μου, υπήρχε πολύ περισσότερη μουσική του, η οποία τελικά δεν μπήκε για πολλούς και διαφορετικούς λόγους.
Σ.Π.: Κατανοητό, δεν θα επιμείνω, προφανέστατα κάθε επιλογή σας συνδέεται με μια αλυσίδα παραμέτρων ή λόγων για τους οποίους προβήκατε σε αυτές. Ας έρθουμε τώρα αποκλειστικά στο Γιώργο Κουμεντάκη, γιατί όσο και να είστε ο “concept creator”, όπως είπατε, των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, πιστεύω θα συμφωνήσετε μαζί μου πως είναι άδικο να ταυτιστείτε ισοβίως με αυτό, γιατί έτσι θα επισκιαστούν οι υπόλοιπες καλλιτεχνικές δραστηριότητές σας καθώς και οι άλλες παράμετροι της προσωπικότητάς σας. Ας τα πάρουμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή. Πείτε μας για τις σπουδές σας πάνω στη μουσική…
Γ.Κ.: Να σας πω. Οι σπουδές με την κλασική έννοια δε σημάδεψαν ιδιαίτερα τη μουσική μου ζωή αν και ασχολούμαι από μικρός με τη μουσική. Ή μάλλον… τη σημάδεψαν αρνητικά! (…Σ.Π.: Δηλαδή;…) Ακούστε, θεωρώ τον εαυτό μου αυτοδίδακτο. Δεν μου ταίριαξε ποτέ το Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Είχα από μικρός μια ευκολία στη σύνθεση ήχων, μια ανεξέλεγκτη φαντασία και τη δυνατότητα να αναπαράγω μουσικά σχήματα, παίζοντας και αντιστρέφοντας τους κανόνες που μάθαινα από τους δασκάλους μου στην Κρήτη. Αργότερα, γύρω στα 15 μου χρόνια, άρχισα να συνθέτω συνειδητά, με τους δικούς μου κανόνες που έθετα με προσωπική μου πρωτοβουλία, σε ένα σχεδόν ασαφές περιβάλλον στο Ρέθυμνο, που δεν είχε καμία μουσική παράδοση δυτικού τύπου. Έβλεπα τη ζωή θετικά, επειδή την έβλεπα μέσα από τη μουσική. Γι’ αυτό και δεν έχω κάνει τίποτα άλλο στη ζωή μου εκτός από μουσική. Είχα πάντως την τύχη να γνωρίσω από κοντά μεγάλους μουσικούς, οι οποίοι με βοήθησαν να διαμορφώσω τη μουσική μου αισθητική και να λύσω πολλές τεχνικές παρεξηγήσεις.
Σ.Π.: Μέσα από τη μαθησιακή διαδικασία, όπως τη βιώσατε, πιστεύετε ότι η σύνθεση διδάσκεται, είναι δώρο θεού, κατακτάται, και τα τρία μαζί ή κάτι άλλο;
Γ.Κ.: Για να είμαι ειλικρινής, δεν πιστεύω ότι η σύνθεση της μουσικής διδάσκεται. Πολλές φορές μάλιστα η διδασκαλία, να ξέρετε, καταδυναστεύει τη φαντασία και περιορίζει τον εκφραστικό ορίζοντα. Πάντως και από προσωπική πείρα, σκεπτόμενος αυτή τη στιγμή τον Γ.Παπαϊωάννου, κατανοώ ότι ένας καλός δάσκαλος – υποστηρικτής, μπορεί να δημιουργήσει ασφάλεια για τις τεχνικές αλλά και τις αισθητικές επιλογές του νεαρού συνθέτη. Κανείς όμως δάσκαλος δεν μπορεί να εμφυσήσει το χάρισμα της δημιουργίας. Αυτό ή το έχεις, ή δεν το έχεις. Σαν αποτέλεσμα, τουλάχιστον όπως προσωπικά το βλέπω και το βιώνω, πιστεύω ότι είναι ένα μικρό δώρο, μια μουσική προσφορά στο Θεό.
Σ.Π.: Πανέμορφη απάντηση!…Πάμε τώρα στις συνθέσεις σας. Από την εργογραφία σας ποια έργα ξεχωρίζετε; Και τι είναι αυτό που σας κάνει να θεωρείτε ένα έργο σας “πετυχημένο” και ένα άλλο “λιγότερο πετυχημένο”.Η ταξινόμηση/αποτίμηση -ως προς την επιτυχία- συμβαδίζει με την αποτίμηση που κάνει το κοινό στο έργο σας;
Γ.Κ.: Ξεχωρίζω το τρίτο μου κοντσέρτο για πιάνο, το “Ημερολόγιο του Εγκλεισμού”, δεν σας λέω όμως για ποιο λόγο, γιατί θα χάσει την αξία του. Πάντως η αποτίμηση δεν συμβαδίζει με την επιτυχία. Η μεγαλύτερη επιτυχία κάποιων έργων μου με κάνει πιο σκεπτικό και δεν νομίζω ότι το κοινό είναι ο καλύτερος κριτής. (-Ποιος είναι κατά τη γνώμη σας;…) Επιδιώκω την κριτική λίγων γνωστών και φίλων με αιχμηρή σκέψη!
Σ.Π.: Ενδιαφέρον κριτήριο. Τώρα, κάτι άλλο που μου κάνει εντύπωση είναι το εξής: όποτε έχουμε επικοινωνήσει τηλεφωνικά, πάντα σας βρίσκω να δουλεύετε πάνω σε κάτι. Δουλεύετε άοκνα και ακατάπαυστα, τουλάχιστον αυτό το συμπέρασμα έχω αποκομίσει προσωπικά. Η κατάσταση αυτή είναι απόρροια της εκτόξευσης της καλλιτεχνικής δημοτικότητάς σας μετά τους Ολυμπιακούς, περιήλθε μετά την ιστορική υποτροφία σας στη Βίλα των Μεδίκων, είναι και τα δύο μαζί ή… κάτι άλλο; Με δυο λέξεις, πως εξηγείτε την υπερδραστηριότητα που σας χαρακτηρίζει ως καλλιτέχνη;
Γ.Κ.: Όπως γνωρίζετε κύριε Δεληγιαννόπουλε, αυτά που έχω κάνει στη ζωή μου, έστω αυτά τα ελάχιστα και ασήμαντα, τα έχω κάνει χωρίς να ανήκω σε κανένα μουσικό ή εξωμουσικό κύκλωμα. Κι αυτό ξέρετε, δεν συγχωρείται εύκολα…. Ακόμα και στην ανάθεση των Ολυμπιακών Τελετών στον Παπαϊωάννου και εμένα, σας διαβεβαιώνω ότι η κυρία Αγγελοπούλου δεν μας γνώριζε προσωπικά, στην πραγματικότητα μας αγνοούσε παντελώς! Της άρεσε όμως η πρότασή μας και τελικά επέλεξε εμάς. Τώρα, ως προς την “άοκνη δραστηριότητα” που λέτε, έχω να σας πω τα εξής: οι περισσότερες αναθέσεις -αυτή τη στιγμή έχω ήδη αποδεχθεί 11 αναθέσεις για τα επόμενα 2 χρόνια- έρχονται από μουσικούς και φορείς που εκτιμούν τη δουλειά μου. Και μόνο! Ούτε το Prix de Rome και πολύ περισσότερο οι Ολυμπιακοί Αγώνες επηρέασαν επί της ουσίας τη συνθετική μου δραστηριότητα και μάλιστα δε σας κρύβω ότι είμαι ευτυχής που μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες επέστρεψα στον πολύτιμο μουσικό μου μικρόκοσμο.
Σ.Π.: “Είστε ένας άνθρωπος που ονειρεύεται πολύ” καθώς και ένας “πολύ τυχερός άνθρωπος”. Παραθέτω δύο φράσεις που εσείς ο ίδιος έχετε αποδώσει στο παρελθόν στον εαυτό σας. Με βάση αυτά τα δύο χαρακτηριστικά σας, ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια και κατά πόσο ένας καλλιτέχνης πιστεύετε ότι θα πρέπει να εναποθέτει την καλλιτεχνική του ανέλιξη στα όνειρα και στην τύχη;
Γ.Κ.: Κατ’ αρχήν δεν με ενδιαφέρει η “καλλιτεχνική μου ανέλιξη”. Αυτό που επιζητώ είναι η ησυχία μου, μια φυσική και φυσιολογική ζωή μακριά από κοινωνικές επαφές και καταξιωμένα πρότυπα. Για αυτό και έχω επιλέξει ως μόνιμη κατοικία ένα μικρό χωριό των Κυκλάδων.
Σ.Π.: Κάποιους βέβαια τους ενδιαφέρει, αν κρίνουμε και από τα φαινόμενα καπήλευσης της δουλειάς σας, τα οποία αναφέραμε στην αρχή της συνέντευξης. Θα ήθελα να κλείσουμε τη συνέντευξη με μια “εξωμουσική” ερώτηση, κινούμενη στα πλαίσια της επικαιρότητας. Σε μια προηγούμενη συζήτησή μας, με αφορμή το ντόπινγκ στο χώρο του αθλητισμού, μιλήσατε απαξιωτικά για το πολιτικό σύστημα, χαρακτηρίζοντάς το ως το “ντόπινγκ που υφίσταται ο Έλληνας πολίτης στον εγκέφαλό του”. Στο προεκλογικό κλίμα των φετινών εκλογών είδαμε μια καμπάνια πάνω στις στάχτες και στους νεκρούς των φονικών πυρκαγιών και μια γενικότερη καθίζηση του επιπέδου του πολιτικού λόγου, τουλάχιστον αυτή είναι η επώνυμη άποψή μου, ως πολίτης αυτού του κράτους. Με τη γενναιότητα στην ελευθερία άποψης που σας διακρίνει θα ήθελα μια ακτινογραφία της Ελληνικής κοινωνίας βασισμένη στις λέξεις – κλειδιά: “πολιτική”- “πολιτισμός”- “κουλτούρα” και να σας ευχαριστήσω για την υψηλού επιπέδου συνέντευξη που είχα την χαρά και την τιμή να μου παραχωρήσετε για λογαριασμό του classicalmusic.gr.
Γ.Κ.: Δεν χρειάζεται “γενναιότητα στην ελευθερία άποψης” για να σας πω τη γνώμη μου κύριε Δεληγιαννόπουλε. Το πολιτικό σύστημα νοσεί και όσοι πολιτικοί ασχολούνται με τον πολιτισμό είναι κατά κανόνα άσχετοι! Αν προστεθεί και η βλακεία ως ανθρώπινος παράγοντας, τότε τα αποτελέσματα είναι εφιαλτικά! Αυτός είναι και ο λόγος που δεν δέχτηκα καμία θέση από όσες μου πρότειναν. Καταλάβαινα τις καλές προθέσεις, αλλά την ίδια στιγμή έβλεπα πανικό στην κατανόηση του πολιτικού σχεδιασμού. Και εδώ θα θέσω κι εγώ μια ερώτηση αν μου επιτρέπετε!
Σ.Π.: Παρακαλώ! Τι καλύτερο φινάλε, από μια “ανατροπή” της διαδικασίας!
Γ.Κ.: Ερώτηση λοιπόν: Τι έφταιξε και ο πολιτισμός μετατράπηκε σε πολιτιστική βιομηχανία; Τι έφταιξε και σε λιγότερο από 30 χρόνια η κουλτούρα μας διολίσθησε στο λαϊκισμό; Πώς αφήσαμε τους νεόπλουτους να κατακτήσουν το πιο αυθεντικό μας κομμάτι; Ίσως λοιπόν το ζητούμενο, για να μην αφήσω μετέωρο το ερώτημά μου, είναι να έρθουμε σε επαφή και με άλλους πιο συγκροτημένους από εμάς κόσμους, που δεν ακολουθούν κατ’ ανάγκη τα τετριμμένα. Σας ευχαριστώ και εσάς και το classicalmusic.gr για την ευκαιρία που μου δώσατε να εκθέσω κάποιες από τις σκέψεις μου.