classicalmusic.gr

Η κλασική μουσική στην Ελλάδα!

Κωνσταντίνος Λυγνός

Συνθέτης

Σπούδασε στο Ελληνικό Ωδείο, ιδιωτικά με τον Γ. Α. Παπαϊωάννου και δούλεψε στο Ελληνικό Εργαστήρι Ηλεκτρονικής Μουσικής. Μεταπτυχιακές σπουδές σύνθεσης έκανε στο Guildhall School of Music & Drama στο Λονδίνο. Παρακολούθησε σεμινάρια με τους W. Lutoslawski και H.W. Henze. Έχει γράψει μουσική για θέατρο, κινηματογράφο, ηλεκτρο-ακουστικά κομμάτια, μουσική δωματίου, για πιάνο, σόλο όργανα, ορχήστρα, χορωδιακά, μουσικό θέατρο, μία σκηνική καντάτα, ένα μιούζικαλ, κύκλους τραγουδιών και τραγούδια. Υπήρξε Εκδότης του περιοδικού της ένωσης Ελλήνων Μουσουργών «μουσικής ΠΟΛΥΤΟΝΟν».

Τα πολλά πρόσωπα της μουσικής

«Η μουσική χωρίζεται σε καλή και κακή». Είναι μια φράση που πολύ συχνά ακούγεται σε μουσικές κουβέντες, κυρίως όταν η συζήτηση μπλέκει σε συγκρίσεις ανάμεσα στα διάφορα είδη, στιλ και εποχές.

Λέγεται πως πρώτος την φράση αυτή είπε ο Μανόλης Καλομοίρης όταν άκουσε την Σοφία Βέμπο να τραγουδά κάτι δικό του. Δεν μπορούμε να αφήσουμε ασχολίαστη την τεράστια δύναμη που έχει μια καλή ή χαρακτηριστική φωνή. Είναι κάτι που πιστεύω ξεπερνά κατά πολύ τις οποιεσδήποτε ανάλογες δυνατότητες όλων των άλλων οργάνων, ακόμα και των πιο εκφραστικών.

Σίγουρα όμως η φράση κάτι λέει, αλλιώς δε θα επανερχόταν συνεχώς. Ουσιαστικά πρόκειται για το «μ’ αρέσει-δεν μ’ αρέσει» του μέσου ακροατή διαφορετικά διατυπωμένο και με ένα τρόπο υπονοεί και πως η μουσική είναι μία.

Ανήκω στη γενιά που μεγάλωσε με βιβλία που αποκαλούσαν τη μουσική «διεθνή γλώσσα». Πολύ πριν μπλέξω με την εθνομουσικολογία, εξω-ευρωπαϊκά ακούσματα και με άλλες μουσικές, είχα καταλάβει πως αυτό δεν ίσχυε. Όμως για τα «ωδειακά» βιβλία γραμμένα στο τέλος του 19ου ή στις αρχές του 20ου αιώνα, «διεθνής γλώσσα» σήμαινε πως μια μουσική γραμμένη π.χ. στην Γαλλία ή την Γερμανία μπορούσε να είναι κατανοητή  στη Ρωσία, στην Ισπανία και αλλού. Η παράδοση του Μεγάλου Κανόνα με το ρεπερτόριο να κυριαρχείται από τη Γερμανική μουσική, το επιβεβαίωνε. Οι Εθνικές Σχολές υπήρχαν ήδη αλλά δεν άλλαζαν ιδιαίτερα αυτή την εικόνα. Απλώς πρόσθεταν στο μείγμα μια λελογισμένη δόση  νέων στοιχείων και κάποιο «εξωτισμό».

Οι πρώτοι ευρωπαίοι που έρχονται σε επαφή με άλλες μουσικές ήταν οι ιεραπόστολοι, οι ταξιδιώτες,  οι έμποροι και οι στρατιωτικοί που φτάνουν και εργάζονται στις διάφορες αποικίες. Έχει ενδιαφέρον ότι στα πρώτα σχετικά γραπτά που έχουμε, η μουσική των «ιθαγενών» είναι απολύτως ακατανόητη και αντιμετωπίζεται στην καλύτερη περίπτωση με συγκατάβαση.  Αυτό σιγά-σιγά αλλάζει και οι μελετητές δείχνουν ότι με τον χρόνο αρχίζουν να καταλαβαίνουν. Όμως η μεγάλη αλλαγή έρχεται στο γύρισμα του 20ου αιώνα, όταν στην Μεγάλη Έκθεση στο Παρίσι ο Debussy και ο Ravel ακούνε ορχήστρα Gamelan και μαγεύονται.

Εδώ κάτι έχει αλλάξει και έχουμε μπει στην μοντέρνα εποχή. Μπορούμε να πούμε πως ο  παλιός γνώριμος ήχος δεν αρκεί πια. Για τον Debussy (και όχι μόνο), αυτό ισχύει απόλυτα. Όμως οι εξελίξεις επιταχύνονται κι  άλλο καθώς πλάι στα πειράματα και τις εξερευνήσεις των «σοβαρών» συνθετών προστίθεται και παίζει ρόλο το φαινόμενο της Jazz και άλλα μουσικά είδη, κάποια με αρκετά «ταπεινή» καταγωγή. Έτσι τελικά καταλήγουμε ο 20ος αιώνας μουσικά να γίνει η εποχή των πολλών στιλ και των πολλών ταχυτήτων.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό του Μεγάλου Κανόνα και της παράδοσης του είναι η ταξικά καθορισμένη συναυλία. Επίσημο ντύσιμο και εκλεπτυσμένη διασκέδαση για αστούς, αριστοκράτες και επαΐοντες. Είναι κάτι που επίσης μέσα στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα αρχίζει να δέχεται πιέσεις.

Σήμερα ζούμε μέσα σε έναν «ωκεανό του ήχου» και  η Μουσική δεν είναι μία. Υπάρχουν δεκάδες είδη που τα περισσότερα έχουν κι άλλες υποδιαιρέσεις. To πιο προφανές παράδειγμα βρίσκεται μέσα στο ίδιο το βασικό ρεπερτόριο: Baroque, Κλασικοί, Ρομαντισμός, 20ος αιώνας. Κάποια είδη έχουν συγγένειες μεταξύ τους και άλλα έρχονται από αλλού έχοντας εντελώς διαφορετική καταγωγή. Και όλα βρίσκονται εκεί έξω όντας διαθέσιμα αν πατήσουμε ένα κουμπί.

Μου αρέσει και το θεωρώ πλεονέκτημα. Είναι όμως μόνο έτσι; Περισσότερες επιλογές σημαίνει περισσότερη προσπάθεια, κάτι που πολύς κόσμος δεν έχει καμία διάθεση να κάνει. Η τάση να ακούμε μόνο ό,τι μας αρέσει και ήδη ξέρουμε είναι πολύ ισχυρή και οι περισσότεροι ακροατές  κάνουν μόνο αυτό.  Όπως είχε κάποτε πει ο Aaron Copland: «Σήμερα ο καθένας έχει την ευκαιρία να μην καταλάβει τη μουσική.»

Κωνσταντίνος Λυγνός

Συνθέτης

Σπούδασε στο Ελληνικό Ωδείο, ιδιωτικά με τον Γ. Α. Παπαϊωάννου και δούλεψε στο Ελληνικό Εργαστήρι Ηλεκτρονικής Μουσικής. Μεταπτυχιακές σπουδές σύνθεσης έκανε στο Guildhall School of Music & Drama στο Λονδίνο. Παρακολούθησε σεμινάρια με τους W. Lutoslawski και H.W. Henze. Έχει γράψει μουσική για θέατρο, κινηματογράφο, ηλεκτρο-ακουστικά κομμάτια, μουσική δωματίου, για πιάνο, σόλο όργανα, ορχήστρα, χορωδιακά, μουσικό θέατρο, μία σκηνική καντάτα, ένα μιούζικαλ, κύκλους τραγουδιών και τραγούδια. Υπήρξε Εκδότης του περιοδικού της ένωσης Ελλήνων Μουσουργών «μουσικής ΠΟΛΥΤΟΝΟν».

Κύλιση στην κορυφή