classicalmusic.gr

Η κλασική μουσική στην Ελλάδα!

Το “Ορατόριο των Χριστουγέννων” BWV 248 είναι το […]

To Ορατόριο των Χριστουγέννων

Γεράσιμος Χοϊδάς

Πιανίστας και τσεμπαλίστας

Ο πιανίστας και τσεμπαλίστας Γεράσιμος Χοϊδάς σπούδασε πιάνο στην τάξη της Νίλιαν Πέρεζ-Ιωαννίδου αποφοιτώντας με Α’ Βραβείο, και ανώτερα Θεωρητικά (Φούγκα) με τον Παναγιώτη Αδάμ, από τον οποίο και μυήθηκε στην παλαιά μουσική. Στο Βέλγιο σπούδασε τσέμπαλο και basso continuo με τους Kris Verhelst, Anne Galowich, Jos van Immerseel και εκκλησιαστικό όργανο με τους Lieven Strobbe και Joris Lejeune στο Lemmensinstituut και τη Βασιλική Μουσική Ακαδημία της Αμβέρσας. Ειδικεύθηκε στην ιστορικά τεκμηριωμένη ερμηνεία σε όργανα εποχής: τσέμπαλο, κλάβικορντ, φορτεπιάνο. Το ενδιαφέρον του εστιάζεται στη μουσική του 17ου και 18ου αιώνα για τσέμπαλο, στο πιανιστικό ρεπερτόριο του 18ου και 19ου αιώνα, το οποίο απέκτησε μια νέα διάσταση για το Γεράσιμο Χοϊδά, μετά την μελέτη σε πιάνα εποχής, και στη φωνητική μουσική της Αναγέννησης και του μπαρόκ -όπερα, καντάτα, ορατόριο, πολυφωνία- καθώς και στο Lied.

To Ορατόριο των Χριστουγέννων

To Ορατόριο των Χριστουγέννων

Το “Ορατόριο των Χριστουγέννων” BWV 248 είναι το μεγαλύτερο και δημοφιλέστερο από τα τρία ορατόρια του Ιωάννη Σεβαστιανού Μπαχ. Το έργο παρουσιάστηκε στον εορτασμό της περιόδου των Χριστουγέννων του 1734-35 στη Λειψία όπου ο Μπαχ κατείχε τη θέση του “Κάντορα” του Αγ. Θωμά από το 1723. Από τότε και μετά την αναβίωση της μουσικής του Μπαχ, το έργο αγαπήθηκε και, μαζί με τον σαφώς δημοφιλέστερο “Μεσσία” του Χέντελ, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του χριστουγεννιάτικου ρεπερτορίου που πηγάζει από τη Δυτική θρησκευτική μουσική.

Το έργο αυτό είχε πολλές ιδιαιτερότητες και ως προς τη χρήση του υλικού αλλά και ως προς τη χρήση του ίδιου του έργου. Ήταν μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις ορατορίου που εκτελούνταν πραγματικά εντεταγμένα στο τελετουργικό της λειτουργίας. Τα περισσότερα ορατόρια της εποχής εκείνης “ανέβαιναν” σε θέατρα και ο κόσμος πλήρωνε για να τα ακούσει. Ο Μπαχ, ως ‘Cantor zu St. Thomae et Director Musices Lipsiensis1 είχε υπό την ευθύνη του το μουσικό πρόγραμμα των τεσσάρων σπουδαιότερων εκκλησιών της Λειψίας: του Αγ. Θωμά, Αγ. Ματθαίου, Αγ. Νικολάου και Αγ. Πέτρου. Το “Ορατόριο των Χριστουγέννων”, αποτελούμενο από 6 μέρη, παρουσιάστηκε στις 2 μεγαλύτερες, τον Αγ. Θωμά και τον Αγ. Νικόλαο. Όμως, μόνο το εκκλησίασμα του Αγ. Νικολάου άκουσε το έργο στο σύνολό του, καθώς το τρίτο και το πέμπτο μέρος δεν παρουσιάστηκε στον Αγ. Θωμά. Το 1ο μέρος παίχτηκε ανήμερα Χριστούγεννα του 1734, το δεύτερο και το τρίτο τη 2η και 3η μέρα των Χριστουγέννων αντίστοιχα, το τέταρτο την Πρωτοχρονιά του 1735, το πέμπτο την πρώτη Κυριακή του έτους και το έκτο στις 6 Ιανουαρίου, στη γιορτή των Θεοφανίων.

Η ιδέα του ορατορίου με τη μορφή σπονδυλωτού έργο με περισσότερες καντάτες δεν ήταν καινούρια. Ο Μπαχ είχε μάλλον εμπνευστεί από τα Abendmusik2 του Buxtehude, όπου παρουσιάζονταν έργα γραμμένα για να καλύπτουν γιορτές με έως πέντε γιορτινές μέρες.

Ορατόριο ή Παστίτσιο;

Ο Μπαχ, μάλλον “συναρμολόγησε” το “Ορατόριο των Χριστουγέννων”, παρά το συνέθεσε. Το έργο αποτελείται από 6 αυτοτελείς καντάτες, τις οποίες δένουν μεταξύ τους σε μορφή ορατορίου κάποια νήματα που θα δούμε παρακάτω. Τα περισσότερα μέρη από αυτές τις καντάτες δεν είναι νέες συνθέσεις, παρά είναι παρμένα από παλαιότερες καντάτες του Μπαχ. Συγκεκριμένα, το 6ο μέρος είναι παράφραση μιας εκκλησιαστικής καντάτας που σήμερα έχει χαθεί, της BWV 248?Via, ενώ τα χορωδιακά και άριες των υπολοίπων μερών αποτελούσαν τρεις κοσμικές καντάτες που είχαν γραφτεί για τον πρίγκιπα-εκλέκτορα της Σαξονίας και την οικογένειά του. Πρόκειται για τις καντάτες Herkules auf dem Scheidewege (1733), Tönet, ihr Pauken! (1733) και Preise dein Glücke (1734). Παρότι ο Μπαχ σπανιότατα παράφραζε αφηγηματικά μέρη, τα χορωδιακά “Turba3” Lasset uns nun gehen gen Bethlehem και Wo ist der neugeborne König μάλλον προέρχονται από τα “Πάθη κατά Μάρκον” (1731).

Ένα παράδειγμα όπου η “παράφραση” ίσως δημιουργεί προβλήματα είναι η άρια αρ. 39 “Flöst mein Heiland”. Τα echo που περιλαμβάνει, αποκτούν νόημα μόνο στην πρωτότυπή της μορφή, “Treues Echo dieser Orten” στην καντάτα Herkules auf dem Scheidewege.

Η τεχνική της “παράφρασης”, δηλαδή τροποποίησης της μουσικής ή των στίχων δεν ήταν ασυνήθιστη και ο Μπαχ φρόντισε να “δέσει” τις έξι καντάτες που αποτελούν το “Ορατόριο των Χριστουγέννων” με τέτοιο τρόπο ώστε αυτές να αποτελούν μια ενότητα που να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα “ορατόριο”. Οι συνδετικοί κρίκοι που ενοποιούν το έργο, είναι:

  • Φυσικά το θέμα, δηλαδή η Γέννηση
  • Η ύπαρξη Ευαγγελιστή που διηγείται
  • Η επιλογή των τονικοτήτων των 6 μερών του έργου, Ρε μείζονα-Σολ μειζ.-Ρε μειζ.-Φα μειζ.-Λα μειζ.-Ρε μειζ. με κέντρο τη Ρε μείζονα.
  • Η όμοια ενορχήστρωση στις καντάτες που είναι στη Ρε μείζονα, με μεταξύ άλλων τρομπέτες και τύμπανα.
  • Η δομική επεξεργασία της χορικής μελωδίας Herzlich tut mich verlangen στην αρχή και το τέλος του έργου.

Το γεγονός λοιπόν της παράφρασης δεν στερεί τίποτα από την ποιότητα του έργου. Πρέπει ακόμα να λάβουμε υπόψην μας πως η συχνότητα με την οποία ο Μπαχ έγραφε θρησκευτική μουσική, καθώς και οι συνθήκες χρήσης της στις εκκλησίες της Λειψίας, καταδίκαζε πολλές φορές υπέροχα έργα του στο να ακουστούν μόνο μία φορά. Ίσως λοιπόν ο συνθέτης να κατέφευγε στη λύση της παράφρασης για αυτόν ακριβώς το λόγο, και όχι μόνο για να κερδίσει χρόνο.

Παστίτσιο λοιπόν ή όχι, δεν πρέπει να ξεχνάμε και τα καινούρια μέρη εξολοκλήρου γραμμένα από την αρχή για το έργο αυτό. Τέτοια είναι ολόκληρο το ρετσιτατίβο, καθώς και κάποιες μελωδίες τύπου χορικού, επεξεργασμένες από το συνθέτη. Επίσης, η άρια Schliesse mein Herze την οποία ο Μπαχ μάλλον θεωρούσε ως “συναισθηματικό κέντρο” του έργου. ’λλο παράδειγμα μεγαλειώδους σύνθεσης και πρωτοτυπίας είναι η αριστουργηματική εισαγωγή Sinfonia-Pastorale της 2ης καντάτας, αντί χορωδιακού.

Το όλο έργο είναι ήρεμο και εσωστρεφές και δεν διέπεται από τον προφανή δοξαστικό χαρακτήρα του Magnificat. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια αφήγηση χωρίς πλοκή ορατορίου. Οι μόνοι χαρακτήρες που εμφανίζονται να μιλούν είναι ο ‘Aγγελος και ο Ηρώδης. Όλα τα υπόλοιπα είναι ιδωμένα από τη σκοπιά του αφηγητή, που σημειωτέον δεν είναι κάποιος συγκεκριμένος από τους Ευαγγελιστές. Τα κείμενα που τραγουδά είναι αποσπάσματα παρμένα από διαφορετικά Ευαγγέλια. Το “Ορατόριο των Χριστουγέννων” έχει βέβαια και στιγμές μεγαλοπρέπειας, όπως η εισαγωγή με τα τύμπανα και τα χάλκινα πνευστά, κάτι που επαναλαμβάνεται και παρακάτω στο έργο. Παρ’ όλ’ αυτά όμως, ο στόμφος είναι συγκρατημένος, και η “παστοράλε” ατμόσφαιρα κυρίαρχη ακόμα κι εκεί, με τα ξύλινα πνευστά να συνάδουν και να συγκρατούν τα χάλκινα. Οι ρυθμοί των αποσπασμάτων είναι κι αυτοί ως επί το πλείστον χαμηλοί, και οι τρίσημοι -θωπευτικοί και γαλήνιοι ρυθμοί κάνουν την παρουσία τους αισθητή.

Η ιστορία της Γέννησης αποτελεί για το Μπαχ ένα θαυμάσιο INVENTIO, και σε αυτό συνθέτει τις 6 καντάτες του “ορατορίου”. Όλο το έργο διέπεται από τη μπαρόκ φιλοσοφία ρητορικής δομής: EXORDIUM-NARRATIO-PROPOSITIO-CONFIRMATIO-CONFUTATIO-PERORATIO.

Εμείς σας προτείνουμε, όπως πάντα άλλωστε, μια από τις πολλές εκτελέσεις με όργανα εποχής. Όχι μόνο για την ορθότητα της στιλιστικής προσέγγισης, αλλά, κυρίως για την αγνότητα και την αυθεντικότητα του ήχου, που είναι αυτός που μπορεί να μας ταξιδέψει στη Λειψία του 1735 και να μας βυθίσει στο μυστήριο των Χριστουγέννων και των μπαρόκ affetti.

1 Κάντωρ του Αγ. Θωμά και μουσικός διευθυντής Λειψίας
2 Μουσικές Βραδιές, θεσμός που εμπνεύστηκε και άρχισε ο F. Tunder (1614-1667) και συνέχισε ο D. Buxtehude στη Marienkirche του Lübeck. Επί Buxtehude κάλυπταν πέντε εορταστικές Κυριακές του χρόνου και συχνά παρουσιάζονταν έργα τύπου ορατορίου γραμμένα σε πέντε μέρη, ένα για κάθε Κυριακή. Ο Μπαχ παρακολούθησε αυτές τις συναυλίες το 1705.
3 Turba, λατ. πλήθος. Χορωδιακά στα οποία μιλάει πλήθος ατόμων ή όχλος.

Γεράσιμος Χοϊδάς

Πιανίστας και τσεμπαλίστας

Ο πιανίστας και τσεμπαλίστας Γεράσιμος Χοϊδάς σπούδασε πιάνο στην τάξη της Νίλιαν Πέρεζ-Ιωαννίδου αποφοιτώντας με Α’ Βραβείο, και ανώτερα Θεωρητικά (Φούγκα) με τον Παναγιώτη Αδάμ, από τον οποίο και μυήθηκε στην παλαιά μουσική. Στο Βέλγιο σπούδασε τσέμπαλο και basso continuo με τους Kris Verhelst, Anne Galowich, Jos van Immerseel και εκκλησιαστικό όργανο με τους Lieven Strobbe και Joris Lejeune στο Lemmensinstituut και τη Βασιλική Μουσική Ακαδημία της Αμβέρσας. Ειδικεύθηκε στην ιστορικά τεκμηριωμένη ερμηνεία σε όργανα εποχής: τσέμπαλο, κλάβικορντ, φορτεπιάνο. Το ενδιαφέρον του εστιάζεται στη μουσική του 17ου και 18ου αιώνα για τσέμπαλο, στο πιανιστικό ρεπερτόριο του 18ου και 19ου αιώνα, το οποίο απέκτησε μια νέα διάσταση για το Γεράσιμο Χοϊδά, μετά την μελέτη σε πιάνα εποχής, και στη φωνητική μουσική της Αναγέννησης και του μπαρόκ -όπερα, καντάτα, ορατόριο, πολυφωνία- καθώς και στο Lied.

Κύλιση στην κορυφή

Newsletter

Γραφτείστε στο εβδομαδιαίο newsletter του classicalmusic.gr.  Aποστέλλεται κάθε Παρασκευή και περιέχει τα τελευταία νέα μας!