Η σειρά των κειμένων θα μπορούσε να αρχίσει μόνο με έναν από τους αγαπημένους μου συνθέτες του εικοστού αιώνα, τον Γερμανορώσο Άλφρεντ Σνίτκε (Alfred Schnittke 1934-1998). Αποτελεί έναν από τους λόγους που, καιρό αφότου γνώρισα μέρος του έργου του, άρχισα να ασχολούμαι με τη σύγχρονη μουσική. Ομοίως, αποτελεί έναν από τους συνθέτες για τους οποίους θα μπορούσα να αναφέρω κάποιο άλλο από τα έργα του σε αυτή τη σειρά, καθώς αρκετά είναι αυτά που όχι μόνο μου αρέσουν, αλλά έχουν και μια ιδιαίτερη θέση στο ρεπερτόριο.
Κάποια στιγμή στα χρόνια των προπτυχιακών μου σπουδών στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90, η καθηγήτριά μου μου έδωσε να μελετήσω ένα έργο του Σνίτκε για πιάνο. Επρόκειτο για το έργο Αυτοσχεδιασμός και φούγκα που γράφτηκε το 1965 και ήταν υποχρεωτικό κομμάτι στον διεθνή διαγωνισμό πιάνου Τσαϊκόφκσι της Μόσχας την επόμενη χρονιά. Όταν το πρωτόπαιξα ήταν μάλλον άγνωστο στο ευρύ κοινό, πιθανώς επειδή ακόμα κυκλοφορούσε μόνο σε ρωσική έκδοση. Αργότερα το εξέδωσε ο οίκος Sikorski στη Γερμανία, το έργο διαδόθηκε, και πλέον θεωρείται κλασικό ανάμεσα στα έργα τόσο του σύγχρονου ρεπερτορίου για πιάνο όσο και σε αυτά του συνθέτη.
Με αφορμή τη μελέτη του, αναζήτησα ηχογραφήσεις του συνθέτη, σε CD τότε. Ανακάλυψα λοιπόν, κατ’αρχάς το Κοντσέρτο για πιάνο και έγχορδα του 1979 – ένα καθιερωμένο κοντσέρτο του σύγχρονου ρεπερτορίου, χρονολογικά το δεύτερο από τα πέντε έργα κοντσερτάντε για πιάνο και ορχήστρα του Σνίτκε. Κυρίως όμως, η αποκάλυψη – και το πρώτο από τα «23» έργα του τίτλου – ήταν το Ρέκβιεμ του, έργο του 1975.
O επίσημος τίτλος του έργου είναι Ρέκβιεμ από τη σκηνική μουσική για τον Don Carlos του Schiller για σολίστες, χορωδία και σύνολο. Οι σολίστες είναι τρεις σοπράνο, μία κοντράλτο και ένας τενόρος. Ως σύνολο νοείται ένα μικρό ενόργανο σύνολο, ούτε καν ορχήστρα δωματίου, που αποτελείται από τρομπέτα, τρομπόνι, εκκλησιαστικό όργανο, πιάνο/τσελέστα, ηλεκτρική κιθάρα και ηλεκτρικό μπάσο, και κρουστά (μεταξύ άλλων ντραμς). Ήδη η επιλογή των οργάνων είναι πολύ ιδιαίτερη: αποφεύγονται τα ψηλά όργανα (π.χ. φλάουτο, όμποε), καθώς επίσης και τα πολύ βαθειά (π.χ. κοντραμπάσο, φαγκότο), όπως και τα έγχορδα εντελώς! Ο Σνίτκε φαίνεται να διαλέγει όργανα που παραμένουν στο ύψος της ανθρώπινης φωνής. Ακόμα και το όργανο ή το πιάνο που έχουν μεγάλη έκταση, δεν την εκμεταλλεύονται στο έπακρο, αποφεύγοντας τις ακραίες περιοχές τους.
Το Ρέκβιεμ αυτό, αν και όχι τόσο γνωστό όσο τα αντίστοιχα του Mozart ή του Verdi, είναι ένα φανταστικό έργο. Αποτελεί εξαιρετικό δείγμα της πολυστιλιστικής γραφής του Σνίτκε,* όπου αναμειγνύονται διάφορα είδη μουσικής. Βέβαια, τόσο η επιλογή μιας μεγάλης φόρμας με πολλά μέρη -άρα με δυνατότητα εφαρμογής ενός μάλλον ξεκάθαρου ύφους σε κάθε ένα από αυτά, όσο και η δεξιότητα του συνθέτη, κάνουν το άκουσμα ιδιαίτερα ευχάριστο και εύκολο στο αυτί.
Ειδικότερα, μεγάλη επιρροή, πιθανώς λόγω του θέματος, ασκεί η παλαιά μουσική με τη μορφή μίμησης γρηγοριανού μέλους ή μεσαιωνικής πολυφωνίας (στα Kyrie, Recordare). Επιπλέον, σε σχέση με τον λόγο και τη φωνή, ο Σνίτκε «συνθέτει» ύμνους που μοιάζουν με τους ορθόδοξους (Kyrie, Agnus dei). Τέλος, δεν μπορεί κάποιος να αγνοήσει μια πρωτόλεια ρυθμική επανάληψη, που θυμίζει λίγο τις τρεις μεγάλες καντάτες του Carl Orff (Τριλογία των Θριάμβων: Carmina Burana, Catulli Carmina, Trionfo di Afrodite) στα Tuba mirum και Rex tremendae, όπου έχουμε και αφηγηματικό τραγούδι (επιρροή από τον Schönberg;).
Ακούγοντας το έργο, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει πολλά σημεία του. Το Requiem -πρώτο κομμάτι- είναι ένα μεγάλο και αργό crescendo -γίνεται δηλαδή, αύξηση της γενικής δυναμικής από σιγά σε δυνατά- και κατόπιν το αντίθετο, ενέργειες που επιτυγχάνονται με σταδιακή προσθήκη -αντίστοιχα μείωση- φωνών και οργάνων, αλλά με ελάχιστες αλλαγές στη γραφή. Επιπλέον, το μελωδικό-θεματικό υλικό της χορωδίας παρουσιάζεται πρώτα σε ελάσσονα τρόπο και κατόπιν σε μείζονα! Ο Σνίτκε εισάγει στο Kyrie τα ηλεκτρικά όργανα, παρότι κυριαρχεί στην ενοργάνωσή του το εκκλησιαστικό όργανο. Η συμφωνική επιρροή του Σοστακόβιτς από τη μία και μια μικρή ρυθμική ανάπτυξη α λα Στραβίνσκυ είναι εμφανή στο Dies irae. Παρατηρήστε το Lacrimosa, όπου δημιουργείται ατμόσφαιρα με ελάχιστα όργανα -σαν να μην υπάρχουν – και την πλέον διάφανη γραφή: ο λόγος είναι στο πρώτο πλάνο. Στο ακόλουθο Domine Jesu οι καμπάνες, μαζί με τις διάφωνες συγχορδίες, αλλάζουν απότομα τη διάθεση, αν και μόνο προσωρινά. Μεγαλοπρεπείς οι θυσίες (Hostias) κατόπιν. Αντίθετα, στο Sanctus που έπεται, η επανάληψη του μοτίβου ως μπάσο οστινάτο συνοδεία στον τενόρο στην αρχή και το τέλος του, στο ηλεκτρικό μπάσο και στο βιμπράφωνο αντίστοιχα, προκαλεί μάλλον ανατριχίλα. Το Benedictus είναι ένα χρωματικό χορικό της χορωδίας συνοδεία του οργάνου. Φτάνουμε, στο Credo, ένα μέρος που δεν ανήκει κατ’αρχάς στη νεκρώσιμη ακολουθία της καθολικής εκκλησίας. Παρότι δε, συνεχίζει αργό και ήσυχο, στον ίδιο δηλαδή, κατανυκτικό χαρακτήρα με το προηγούμενο Agnus dei, εμφανίζει με την κατάλληλη χρήση της ηλεκτρικής κιθάρας και των ντραμς, στοιχεία μιούζικαλ και rock’n’roll!
Η εξαιρετική τεχνική ικανότητα του συνθέτη τίθεται στην υπηρεσία του κειμένου και της τέχνης -ή ακόμα και της λατρείας θα μπορούσε να πει κάποιος- ως μέσον και όχι ως αυτοσκοπός. Εξάλλου, καθώς μάλλον ήταν αδύνατον να συνθέσει κανείς στη Σοβιετική Ένωση της δεκαετίας του 1970 ένα αμιγώς θρησκευτικό έργο, η επίφαση ήταν το θεατρικό Don Carlos του Friedrich Schiller, για το οποίο προοριζόταν ως μουσική υπόκρουση. Παράλληλα, ο Σνίτκε πλησιάζει τον Χριστιανισμό μετά τον θάνατο της μητέρας του το 1972 και τελικά ασπάζεται τον καθολικισμό το 1982.
Πέρα όμως από τα προαναφερθέντα, περισσότερο ή λιγότερο μουσικολογικά ή/και καλολογικά στοιχεία, το Ρέκβιεμ του Σνίτκε είναι ένα αριστούργημα. Ακούστε το με την ησυχία σας, είτε διαλέγοντας κάποια ηχογράφηση στο διαδίκτυο, είτε σε CD/δίσκο αν είστε συλλέκτης. Ακόμα δε, καλύτερα, αν τύχει κάποια ζωντανή παρουσίαση του έργου κοντά σας, μη διστάσετε να πάτε. Από το διαδίκτυο αναφέρω ενδεικτικά αυτή με τη Φιλαρμονική της Μόσχας και την Κρατική Χορωδία Δωματίου της Μόσχας υπό τον Timofei Golberg με παρτιτούρα για όποια/ον θέλει να ακολουθήσει τον λόγο και το μουσικό κείμενο. Αν δεν έχετε ιδιαίτερη σχέση με τη σύγχρονη μουσική, θα εκπλαγείτε ιδιαιτέρως. Αν έχετε, θα αναγνωρίσετε αρκετά γνώριμα στοιχεία από πληθώρα άλλων συνθετών.
* Στον Σνίτκε ο πολυστιλιστισμός αναφέρεται σε -συχνά απότομη- παράθεση διαφορετικών στιλ μουσικής, τα οποία επιπλέον, ενίοτε είναι και αντιφατικά.
